Ο διαχειριστής - ιδρυτής του superiorbooks.gr Πάνος Γιαννάκαινας ανοίγει τα χαρτιά του στο Πινάκιο |
Όσο
ασυνήθιστο είναι να δίνουν συνεντεύξεις αυτοί που κατά κύριο λόγο τις παίρνουν,
άλλο τόσο ασυνήθιστο είναι επαγγελματίες κριτικοί να θέτουν τις απόψεις τους
στην… κρίση των αναγνωστών.
Με αφορμή την συμπλήρωση τριών ετών λειτουργίας του βιβλιοφιλικού site superiorbooks.gr, το Πινάκιο συνομιλεί με τον ιδρυτή και διαχειριστή του, δημοσιογράφο, πολιτικό επιστήμονα, ιστορικό και κριτικό Λογοτεχνίας Πάνο Γιαννάκαινα.
Ο
λόγος για τα βιβλία, τους συγγραφείς, τους εκδότες. Ο προβληματισμός για την Λογοτεχνία, την
ανθρώπινη δράση και διανόηση, την καθίζηση του επαναστατικού πνεύματος των
λαών, την αβουλία και την παθητικότητα.
Είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του: Υπέροχα βιβλία –έστω κι αν κάποια από αυτά δεν θα τα χαρακτηρίζαμε ως… υπέροχα! Μα... υπάρχουν καλά και κακά βιβλία; Όλα, ακόμη κι αυτά που δεν τα αντέχεις, αυτά που αποτελούν trivia για τον απλώς νοήμονα, έχουν κάτι να προσφέρουν! Ωστόσο, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω προσπάθειες συγγραφέων και φιλοδοξίες εκδοτών, τα περισσότερα που εκδίδονται στην ελληνική γλώσσα (ίσως όχι αρκετά από αυτά που εκδίδονται στην Κύπρο) περιλαμβάνονται στις δημοσιεύσεις του site. Ο αναγνώστης ενημερώνεται και αποφασίζει αν κάποιο βιβλίο αξίζει τα (λιγοστά λόγω κρίσης) ευρώ του.
Αλλά τα περισσότερα sites των εκδοτικών οίκων προσφέρουν πλέον αυτή την δυνατότητα πληροφόρησης στους αναγνώστες. Το ίδιο και η πληθώρα των sites και των blogs στο διαδίκτυο. Εκεί ο ενδιαφερόμενος έχει επιπλέον την δυνατότητα να προχωρήσει στην αγορά βιβλίων που επιλέγει…
Αλήθεια είναι, παρά το γεγονός ότι κάποιοι εκδότες ακόμη εμφανίζονται ανέτοιμοι να αντιληφθούν την δύναμη της σωστής διαδικτυακής επικοινωνίας. Οι περισσότεροι όχι μόνο διατηρούν αξιοπρεπέστατα sites, αλλά επιπλέον προχωρούν σε σύγχρονες μεθόδους επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό, προωθούν τον διάλογο με τους βιβλιόφιλους, δημοσιεύουν απόψεις αναγνωστών για τα βιβλία που διάβασαν, πραγματοποιούν κληρώσεις και διαγωνισμούς με έπαθλα βιβλία –και υπ' αυτήν την οπτική εύλογα κάποιος διερωτάται τον λόγο ύπαρξης ενός ακόμη βιβλιοφιλικού site όπως το superiorbooks.gr.
Αρχική μου φιλοδοξία, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, ήταν η συγκέντρωση τίτλων της ελληνικής γραμματείας σ' έναν και μόνο διαδικτυακό τόπο για δική μου χρήση! Η κίνηση αυτή θα εξυπηρετούσε την εργασία μου ως κριτικό, καθώς θα συγκέντρωνε όλες τις κατά καιρούς δημοσιεύσεις, άρθρα και κριτικές μου (ιδίως τα παλαιότερα, που παρουσιάστηκαν έντυπα σε περιοδικά και εφημερίδες), σε μια ηλεκτρονική σελίδα στην οποία όλοι θα είχαν πρόσβαση κι εγώ προσωπικά θα χρησιμοποιούσα ως σημείο αναφοράς.
Στην πορεία αντελήφθην πως κάτι τέτοιο, χωρίς να ενταχθεί σ' ένα γενικότερο πλαίσιο παρουσίασης του ελληνικού εκδοτικού έργου ή χωρίς να περιλαμβάνει μια μορφή διαδραστικής συμμετοχής των αναγνωστών, θα ήταν ανούσιο. Έτσι, σταδιακά, φρόντισα με τους συνεργάτες μου όχι μόνο να δημοσιεύω κριτικές κι άλλων -ίσως περισσότερο αξιόλογων από εμένα- κριτικών Λογοτεχνίας, αλλά και απόψεις των αναγνωστών σχετικά με βιβλία που διάβασαν. Κατ' αυτόν τον τρόπο προσπάθησα να γεφυρώσω την επικοινωνία μεταξύ αναγνωστικού κοινού, συγγραφέων και εκδοτών -κι αν κρίνουμε από την επιτυχία της Λέσχης Αναγνωστών Superior Books ή της κατηγορίας Κριτικές βιβλίων στον τομέα της επισκεψιμότητας, μάλλον το έχω επιτύχει. Φανταστείτε πως το δελτίο Τύπου ενός βιβλίου μπορεί να έχει από π.χ. 40 «κλικ» έως 680, και το άρθρο που φιλοξενεί την άποψη ενός αναγνώστη ή την κριτική ενός συνεργάτη μου να ξεπερνά τα 1.850!
Σε βάθος χρόνου, τα άρθρα έκφρασης απόψεων επί αναγνωσμάτων διαβάζονται από αρκετές χιλιάδες επισκεπτών τής ιστοσελίδας μας -κι αυτό σημαίνει ότι, σε μεγάλο βαθμό, ο αναγνώστης έπαψε πια να είναι ο παθητικός λήπτης των περασμένων δεκαετιών, αλλά έχει εκούσια αναλάβει τον ρόλο ενεργητικού πομπού αναμετάδοσης των εμπειριών του σε κύκλους ανθρώπων με ανάλογα προς τα δικά του ενδιαφέροντα. Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι να βλέπεις ότι τα άρθρα σου τα διαβάζουν και πολλοί Ομογενείς, Έλληνες στην άλλη άκρη της γης, που μάλιστα δεν διστάζουν να επικοινωνήσουν μαζί σου με διάφορους τρόπους. Γι' αυτό και ενθαρρύνουμε τους αναγνώστες μας να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με τα βιβλία και τους συγγραφείς. Όλοι και όλα κρίνονται!
Δυστυχώς έχουμε ακόμη πολύ δρόμο. Πολλοί αναγνώστες αδυνατούν να εκφραστούν γράφοντας -όπως άλλωστε πολλοί συγγραφείς είναι κάκιστοι αναγνώστες! Για το πρώτο είμαι διατεθειμένος να δείξω απέραντη κατανόηση, για το δεύτερο όμως είμαι αμείλικτος!
Μελλοντικά σχεδιάζω την δυνατότητα ο αναγνώστης του superiorbooks.gr να αγοράζει βιβλία μέσα από το site -ένα είδος επιλεκτικού, ας πούμεα, e-shop χωρίς να χαθεί ο επικοινωνιακός και πληροφοριακός χαρακτήρας της προσπάθειάς μας. Και λέω «επιλεκτικό» ακριβώς διότι θα παρέχεται ένα κίνητρο για να αγοράσει κάποιος βιβλίο από εμάς, κάτι που δεν θα το βρει αλλού, ώστε να έχει νόημα αυτή η προς το παρόν ανύπαρκτη δυνατότητα. Άλλωστε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σειρά θεμάτων, όπως π.χ. η ενιαία τιμή του βιβλίου, τα όρια του εμπορικού ανταγωνισμού και το νομικό πλαίσιο που καθορίζει την διακίνηση των βιβλίων. Δεν αποκλείεται σύντομα οι αναγνώστες μας να βρεθούν προ ευχάριστων εκπλήξεων…
Πόσο επηρεάζει η οικονομική κρίση τον προϋπολογισμό των αναγνωστών; Διότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που επικαλούνται το επιχείρημα της συρρίκνωσης του πορτοφολιού τους για να αιτιολογήσουν το γεγονός ότι δεν διαβάζουν…
Η αλήθεια είναι πως σήμερα οι περισσότεροι σκέπτονται πρώτα την επιβίωση –εύλογο και κατανοητό. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων ασφαλώς λειτουργεί ανασταλτικά και η αβεβαιότητα για το «αύριο» απομακρύνει τους βιβλιόφιλους από τα ταμεία των βιβλιοπωλείων. Δικαιολογώ απολύτως την στάση αυτή, άλλωστε μόνο σε περιόδους ευημερίας ανθούν οι τέχνες, μόνο σε εποχές «παχέων αγελάδων» το πνεύμα απελευθερώνεται και μεγαλουργεί. Τα υπόλοιπα είναι θεωρίες για αφελείς…
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είμαστε
λαός που διαβάζει. Το διάβασμα δεν αποτελεί προτεραιότητα των νεοελλήνων -παρά
τις όποιες εξαιρέσεις. Αν αναλογιστούμε πού χαλάμε τα λεφτά μας, σίγουρα θα
γυμνωθούμε από επιχειρήματα. Ο συνεπής αναγνώστης θα βρει χρόνο και χρήμα για
βιβλία. Ο βορειοευρωπαίος τα καταφέρνει μια χαρά –και ας μην βιαστούμε να
μιλήσουμε για παχυλούς μισθούς και αμύθητα εισοδήματα. Διότι εκτός του ότι το κόστος
ζωής στις χώρες αυτές είναι πολλαπλάσιο του δικού μας, εδώ μιλάμε για την
κατώτατη αστική τάξη, την εργατική τάξη, ανθρώπους της καθημερινής βιοπάλης.
Πέρα από τα μπαρ και το αλκοόλ, οι λαοί αυτοί δεν διανοούνται ζωή χωρίς
αναγνώσματα. Τώρα, αν με ρωτήσετε ποιας ποιότητας και θεματολογίας… αυτό είναι θέμα
μιας άλλης συνέντευξης!
Αλλά το φαινόμενο είναι πιστεύω γενικότερο. Η διανθρώπινη επικοινωνία πλέον εξυπηρετείται περισσότερο μέσω εικόνας και ήχου. Αυτό άλλωστε επιτάσσει η «ταχύτητα» που επικαλούνται οι νέοι. Ουσιαστικά πρόκειται περί εκπεφρασμένης οκνηρίας! Είμαστε στο σημείο που βάζουμε 30 θαυμαστικά στην σειρά, αλλά βαριόμαστε να βρούμε στο πληκτρολόγιο το ελληνικό ερωτηματικό! Μπορεί να θέτουμε 40 τελείες εν είδει αποσιωπητικών, αλλά βαριόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τα ελληνικά εισαγωγικά. Πιθηκίζουμε ακόμη και την μαϊμουδιά με τα δάχτυλα, όταν επικαλούμαστε εισαγωγικά στον προφορικό μας λόγο. Μια παντομίμα όλα, λες και δεν αντιλαμβάνεται ο άλλος τις λέξεις. Αλήθεια, τις αντιλαμβάνεται;
Αλλά το φαινόμενο είναι πιστεύω γενικότερο. Η διανθρώπινη επικοινωνία πλέον εξυπηρετείται περισσότερο μέσω εικόνας και ήχου. Αυτό άλλωστε επιτάσσει η «ταχύτητα» που επικαλούνται οι νέοι. Ουσιαστικά πρόκειται περί εκπεφρασμένης οκνηρίας! Είμαστε στο σημείο που βάζουμε 30 θαυμαστικά στην σειρά, αλλά βαριόμαστε να βρούμε στο πληκτρολόγιο το ελληνικό ερωτηματικό! Μπορεί να θέτουμε 40 τελείες εν είδει αποσιωπητικών, αλλά βαριόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τα ελληνικά εισαγωγικά. Πιθηκίζουμε ακόμη και την μαϊμουδιά με τα δάχτυλα, όταν επικαλούμαστε εισαγωγικά στον προφορικό μας λόγο. Μια παντομίμα όλα, λες και δεν αντιλαμβάνεται ο άλλος τις λέξεις. Αλήθεια, τις αντιλαμβάνεται;
Τέλος πάντων, για να επανέλθω στο ζήτημα της επικοινωνίας (κι εδώ χρησιμοποιώ τον όρο με την ουσιαστικότερη έννοιά του, όχι απλώς αυτήν της συνεννόησης), ο ήχος και η εικόνα επικυριαρχούν στην καθημερινότητά μας, αλλά κατά τρόπον ελλειμματικό. Διότι αυτά τα επικοινωνιακά μέσα δεν εμπεριέχουν τον Λόγο ως κύριο συστατικό και ως εκ τούτου «εκβαρβαρίζουν» την ίδια την υπόσταση και τον σκοπό τής ελλόγου επικοινωνίας. Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι η Ζωγραφική, η Μουσική, ως τέχνες δεν επιτυγχάνουν την πραγμάτωση της επικοινωνίας με το κοινό τους -πώς θα ήταν δυνατόν; Απλώς φοβούμαι ότι, αν και ως πολιτιστικές εκφράσεις βρίσκονται στην κορυφή της ανθρώπινης «παλέτας» δημιουργικών δραστηριοτήτων, εντούτοις «εκπαιδεύουν» το κοινό σε μια α-συλλογικότητα ή, για να το πω πιο δόκιμα, σε μια κοινωνική απομόνωση. Επιπλέον, το αποτέλεσμα της επιρροής τους είναι άμεσο, με βραχεία ωστόσο διάρκεια, ενώ το κείμενο σε υποβάλλει σε εκατομμύρια συνειρμούς που για να τους αφομοιώσεις απαιτείται μακρύ χρονικό διάστημα -μια διαδικασία αθέατη και επίπονη. Για παράδειγμα, ένα κονσέρτο θα μπορούσε κάλλιστα να ξεσηκώσει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, οι αυθεντικές όμως επαναστάσεις θεμελιώνονται, θεωρητικά τουλάχιστον, σε αντίστοιχη γραπτή ύλη!
Άλλωστε εδώ έχουμε να κάνουμε και με τον παράγοντα της καταλληλότητας του εκφραστικού μέσου. Πάνε χρόνια που το αφελές ρητό των Κινέζων «μια εικόνα, χίλιες λέξεις» έχει καταρριφθεί. Η εικόνα μπορεί να κατέχει τα πρωτεία από την άποψη της σημειολογίας, αλλά εκεί εξαντλείται η ισχύς και η επιρροή του επισημαινομένου. Η εικόνα σαφώς δεν στερείται εννοιολογικού φορτίου ούτε υστερεί σε δυναμική παραγωγής συνειρμών. Όμως, σε αντίθεση με την γλωσσική έκφραση, αδυνατεί να παράξει αυτό που θα λέγαμε «λογική».
Οι λέξεις είναι στίγματα ζωντανά μέσα στον χωροχρόνο της ανθρώπινης διανόησης -ίσως η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου! Το συμπυκνωμένο νόημα, το άπειρο σημαινόμενο των λέξεων καμμία άλλη έκφραση δεν μπορεί να τα υπερβεί. Στους αμετανόητους «φωτολάτρες» θα έλεγα: Σχεδιάστε την έννοια της ελευθερίας, την θερμότητα, την αλήθεια. Ζωγραφίστε το θάρρος, την αυταπάρνηση, την ευσυνειδησία. Φωτογραφίστε την υπομονή, το άλλοθι, την μετάνοια, την αφοσίωση, την προτροπή…
Όλ' αυτά βεβαίως η νέα γενιά δεν τα συνειδητοποιεί, απλώς η προτίμηση σε περισσότερο εκλαϊκευμένες και προσιτές μορφές επικοινωνίας είναι αποτέλεσμα της γενικευμένης παραίτησης που παρατηρούμε γύρω μας. Ουδείς πλέον τίθεται στην βάσανο της ελλόγου έκφρασης, προτάσσοντας κάθε φορά είτε την αμεσότητα είτε το περιορισμένο χρονικό πλαίσιο. Αλλά πείτε μου: Πιο σημαντική είναι η αμεσότητα από την πληρότητα της έκφρασης ή την καθολικότητα της επικοινωνίας;
Αφού μπήκαμε στα «χωράφια» της επικοινωνίας, θα ήθελα να ρωτήσω εάν αναγνωρίζετε στον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τα πρωτεία ως επικοινωνιακό μέσο.
Ασφαλώς! Οι λέξεις φέρουν εννοιολογικό περιεχόμενο και, ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας, δεν αποτελούν μόνον απότοκο σκέψεων και ειρμών αλλά προάγουν την διανόηση όσο τις ομιλείς. Είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο που ερμηνευτικά αναλύεται ακόμη και σε βαθμό συλλαβής. Ο άνθρωπος διαθέτει ασφαλώς πολλούς τρόπους ή, πιο σωστά, μεθόδους έκφρασης. Ο γλωσσικός τρόπος είναι ο πλέον ολοκληρωμένος.
Συναντά βέβαια τα όριά του, όταν κληθεί να εκφράσει αποκωδικοποιητικά αισθητικές εμπειρίες, όπως για παράδειγμα τις εμπειρίες που αποθησαυρίζουμε μέσω της όσφρησης, της γεύσης, της ακοής. Πώς να περιγράψεις με λέξεις την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, την μυρωδιά που αναδύουν τα βρασμένα λάχανα ή την γεύση του παστίτσιου; Μα και πάλι, γνωρίζει μήπως κανείς μια ικανοποιητικότερη μέθοδο από την (ατελή εν προκειμένω) γλωσσική;
Ωστόσο, ο ρόλος του λόγου δεν είναι αυτός. Η γλώσσα, στην ευγενέστερη και ουσιαστικότερη χρήση της, υπηρετεί την διανόηση ενός λαού, αντανακλά την ιδιοσυγκρασία του και εκφράζει τις μύχιες ανησυχίες προσδίδοντας ταυτόχρονα στην εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα. Εν ολίγοις η γλώσσα είναι η ίδια η ιστορία του -και ως τέτοια κανείς δεν δικαιούται να την κακοποιεί.
Αλλά παρατηρείται στις μέρες μας μια γλωσσική «αποσύνθεση». Οι νεότεροι ομιλούν την ελληνική σαν αλλοδαποί. Πώς το εξηγείτε;
Το
φαινόμενο της «εκποίησης» της γλώσσας δεν είναι μόνο ελληνικό. Συμβαίνει και σε
άλλους λαούς -προφανώς η αμορφωσιά δεν αποτελεί δικό μας… προνόμιο! Κάποιοι
βαφτίσουν την κακοποίηση της γλώσσας μας ως φυσιολογική εξέλιξη. Εγώ θα το
χαρακτήριζα ως παραφθορά και εκφυλισμό.
Ναι, οι νεότερες γενιές ομιλούν κάκιστα ελληνικά. Δεν ευθύνονται αποκλειστικά αυτές, όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης: Η οικογένεια, τα σχολεία, η Πολιτεία. Και η κατάσταση βαίνει ολοταχώς εκτός ελέγχου. Ακούω δημοσιογράφους υποτίθεται έγκριτους και πολύπειρους να διαπράττουν εκφραστικά και γραμματολογικά λάθη που ακόμη και στο Δημοτικό θα θεωρούνταν ανεπίτρεπτα. Όλοι γνωρίζουμε τα θλιβερά ελληνικά υπουργών και πρωθυπουργών, συχνότατα διακρίνω ορθογραφικά και εννοιολογικά λάθη ακόμη και σε λογοτεχνικά βιβλία και μάλιστα υποβεβλημένα σε «επιμέλεια» και «διόρθωση» από «επαγγελματίες» επιμελητές. Ακόμη και σε προσκλήσεις, σε δελτία Τύπου, σε ενημερωτικά και διαφημιστικά εκδοτικών οίκων, βρίσκει κανείς λάθη ανεπίτρεπτα. Ουδείς ενδιαφέρεται πλέον για τα λάθη και πάθη της γλώσσας μας. Ακόμη δε χειρότερα, ουδείς αντιλαμβάνεται αυτά τα λάθη! Οπότε δεν επακολουθεί η αναμενόμενη αντίδραση. Από την στιγμή που ένα βιβλίο στρεβλώνει την γλώσσα, η ελπίδα έχει ήδη χαθεί. Πρόκειται για μικρές, καθημερινές ήττες. «Mήπως τελικά είναι οι μικρές ήττες εκείνες που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε;» διερωτάται ο Βernhard Schlink στο βιβλίο του Η γυναίκα στην σκάλα...
Ναι, οι νεότερες γενιές ομιλούν κάκιστα ελληνικά. Δεν ευθύνονται αποκλειστικά αυτές, όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης: Η οικογένεια, τα σχολεία, η Πολιτεία. Και η κατάσταση βαίνει ολοταχώς εκτός ελέγχου. Ακούω δημοσιογράφους υποτίθεται έγκριτους και πολύπειρους να διαπράττουν εκφραστικά και γραμματολογικά λάθη που ακόμη και στο Δημοτικό θα θεωρούνταν ανεπίτρεπτα. Όλοι γνωρίζουμε τα θλιβερά ελληνικά υπουργών και πρωθυπουργών, συχνότατα διακρίνω ορθογραφικά και εννοιολογικά λάθη ακόμη και σε λογοτεχνικά βιβλία και μάλιστα υποβεβλημένα σε «επιμέλεια» και «διόρθωση» από «επαγγελματίες» επιμελητές. Ακόμη και σε προσκλήσεις, σε δελτία Τύπου, σε ενημερωτικά και διαφημιστικά εκδοτικών οίκων, βρίσκει κανείς λάθη ανεπίτρεπτα. Ουδείς ενδιαφέρεται πλέον για τα λάθη και πάθη της γλώσσας μας. Ακόμη δε χειρότερα, ουδείς αντιλαμβάνεται αυτά τα λάθη! Οπότε δεν επακολουθεί η αναμενόμενη αντίδραση. Από την στιγμή που ένα βιβλίο στρεβλώνει την γλώσσα, η ελπίδα έχει ήδη χαθεί. Πρόκειται για μικρές, καθημερινές ήττες. «Mήπως τελικά είναι οι μικρές ήττες εκείνες που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε;» διερωτάται ο Βernhard Schlink στο βιβλίο του Η γυναίκα στην σκάλα...
Ποια
λοιπόν η αποστολή της Λογοτεχνίας;
Υπάρχουν φορές που κι εγώ διαισθάνομαι πως έχω πάρει λάθος δρόμο. Δεν είμαι πια βέβαιος ότι η Λογοτεχνία αποτελεί μια ανώτερη μορφή τέχνης. Ήδη, λέγοντας ανώτερη, έχω κιόλας διαπράξει το πρώτο λάθος: Δεν υπάρχουν ανώτερες μορφές τέχνης. Τα εκφραστικά μέσα ίσως μπορούν να αξιολογηθούν, σύμφωνα με τις πάγιες αντιλήψεις της κριτικής και των δυνατοτήτων των εκάστοτε επαϊόντων, αλλά οι τέχνες αυτές καθ' αυτές είναι ισότιμες.
Μα συμβαίνει και τούτο στην εποχή μας: Ο Δυτικός κόσμος τείνει ολοένα και περισσότερο απογοητευμένος από την «αποστολή» της Τέχνης. Που σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να εκλαμβάνουν στα σοβαρά τον εξωραϊστικό, διδακτικό και εξανθρωπιστικό -θα τολμούσα να πω- ρόλο που της απέδιδαν οι παλαιότεροι.
Υπάρχουν φορές που κι εγώ διαισθάνομαι πως έχω πάρει λάθος δρόμο. Δεν είμαι πια βέβαιος ότι η Λογοτεχνία αποτελεί μια ανώτερη μορφή τέχνης. Ήδη, λέγοντας ανώτερη, έχω κιόλας διαπράξει το πρώτο λάθος: Δεν υπάρχουν ανώτερες μορφές τέχνης. Τα εκφραστικά μέσα ίσως μπορούν να αξιολογηθούν, σύμφωνα με τις πάγιες αντιλήψεις της κριτικής και των δυνατοτήτων των εκάστοτε επαϊόντων, αλλά οι τέχνες αυτές καθ' αυτές είναι ισότιμες.
Μα συμβαίνει και τούτο στην εποχή μας: Ο Δυτικός κόσμος τείνει ολοένα και περισσότερο απογοητευμένος από την «αποστολή» της Τέχνης. Που σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να εκλαμβάνουν στα σοβαρά τον εξωραϊστικό, διδακτικό και εξανθρωπιστικό -θα τολμούσα να πω- ρόλο που της απέδιδαν οι παλαιότεροι.
Ήδη ο πρόσφατα εκλιπών Umberto Eco έθιξε το θέμα ξεκάθαρα στο Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου παραδεχόμενος πως η Λογοτεχνία δεν φιλοδοξεί πλέον να διδάξει τους αναγνώστες, αλλά μόνον να τέρψει το γούστο τους. Αλήθεια είναι! Ο Oscar Wilde, πάλι, επέμενε πως το καλό γούστο καλλιεργείται. Κι αυτό είναι αλήθεια! Ο συγγραφέας λοιπόν στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να συμβάλλει στην καλλιέργεια του καλού γούστου. Αν τολμήσει να επιδιώξει κάτι πέρα απ' αυτόν τον ομολογουμένως τόσο περιορισμένο και ταυτόχρονα τόσο φιλόδοξο στόχο, καταντάει… γραφικός! Γιατί λοιπόν να μην ισχύει κάτι ανάλογο και με την Ζωγραφική, ας πούμε, ή την Γλυπτική;
Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη οπτική. Ο αναγνώστης (αφού μιλάμε για Λογοτεχνία) δύσκολα πλέον επιδέχεται μόρφωσης. Είναι γεγονός πως οι σημερινοί άνθρωποι γεννιούνται με την έπαρση του παντογνώστη στο dna τους και οδεύουν στην ζωή με δεκανίκι αυτήν τους την πλάνη. Δύσκολα ολοκληρώνονται πια ως χαρακτήρες, ο ναρκισσισμός τους διαποτίζει ξεδιάντροπα (και ταυτόχρονα αξιοθρήνητα) κάθε κύτταρο της ύπαρξής τους, κάποτε μάλιστα φτάνουν στο σημείο να λατρέψουν τα λάθη τους! Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει εκείνο το άθλιο: Δεν μετανιώνω για τα λάθη μου; Πώς νομίζετε ότι τέτοιου είδους πλάσματα θα είχαν την ταπεινότητα και την υπομονή να θέσουν τον εαυτό τους σε κάποιου είδους εκπαίδευση; Σήμερα μάλιστα, στην εποχή της εικόνας, του ήχου, της επιδερμικότητας και της ελαφρότητας; Κάποτε έγραφα ότι η ταχύτης σκοτώνει. Σήμερα -δυστυχώς- αισθάνομαι δικαιωμένος...
Προβάλλεται ωστόσο ένα αδιαμφισβήτητο άλλοθι: Στην εποχή της κρίσης, της ανθρώπινης εξαθλίωσης, της κατάργησης των αξιών, της αβεβαιότητας, της πενίας και των πολέμων, σε καθεστώς γενικευμένης ανασφάλειας και αβεβαιότητας, πώς κανείς θα μπορούσε να απαιτήσει τα δέοντα από ένα φανταστικό κοινό προσανατολισμένο και εξευγενισμένο μέσα από την χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία λατρείας της Τέχνης; Ακόμη δε περισσότερο όταν αυτή η λατρεία προϋποθέτει δεκαετίες εντρύφησης και εκμάθησης μέσα από δρόμους σκολιούς και επώδυνους. Ας μην γελιόμαστε, η πνευματική τροφή αφομοιώνεται παράλληλα με την υλική! Δεν μιλάμε εδώ για φιλοσοφικούς δαιδάλους αγνωστικιστών ή μοναχικούς βίους ατόμων που μέσα από την στέρηση και την απομόνωση κυνήγησαν την «υπέρτατη γνώση». Αναφερόμαστε σε όλους αυτούς τους καθ' όλα κοινωνικά ενταγμένους καθημερινούς ανθρώπους της βιοπάλης, που απλώς επιθυμούν γεύση από κάτι πιο πνευματικό, κάτι πιο ψυχοδυναμωτικό, ικανό βεβαίως να προσδώσει ομορφιά και λεπτότητα στην ανούσια ζωή. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο υποψιάζομαι ότι κι εγώ έχω παρασυρθεί...
Αναρωτιέμαι συχνά: Σε ποιον πράγματι απευθύνεται σήμερα η Τέχνη; Στον αποβλακωμένο τηλεθεατή που, μεταξύ φονικών φυσικών φαινομένων, πολέμων, πείνας και εξαθλίωσης, πληροφορείται για τις αμοιβές των ποδοσφαιριστών ή το αβυσσαλέο ντεκολτέ της τάδε ντίβας του Χόλυγουντ; Στον πρεζάκια ειδησεολάγνο των καναλιών ή στον παντελώς αδιάφορο και μονίμως ανυποψίαστο καφενόβιο; Ο ξερόλας νεοέλληνας, ο «κάνε με πρωθυπουργό και θα σου δείξω» αγράμματος και ράθυμος καναπεδόβιος, ο χωριάτης - κοσμοπολίτης, όλοι, όλοι απαιτούν ρόλο πρωταγωνιστικό σε μια κοινωνία τού είσαι ό,τι δηλώσεις!
Κι απανταχού… απούσα η Πολιτεία;
Αφροντισιά, γνωστική και γνωσιολογική ένδεια,
έλλειψη στοιχειωδών καλών προθέσεων, ανικανότητα και η πάντα θριαμβεύουσα
βλακεία! Αυτά πιστεύω ότι κατατρύχουν τους «αρμοδίους». Που μόνο ως τέτοιοι δεν
μπορούν να εκληφθούν.
Δεν με αγγίζουν κάποια συνωμοσιολογικά σενάρια περί σκοτεινών τάχα δυνάμεων που προσπαθούν τόσους αιώνες να καθυποτάξουν το ανθρώπινο γένος. Δεν πιστεύω πως μια ομάδα ή κλίκα τεκταίνονται τα ύστερα του κόσμου! Αν ναι, δεν αρκούν τόσοι αιώνες για να πραγματωθεί το σατανικό σχέδιό τους;
Αλίμονο, ο άνθρωπος από μόνος του είναι τόσο ευάλωτος, τόσο απροστάτευτος και συχνά τόσο πρόθυμος να παραδοθεί. Αυτό συνέβη: Αφεθήκαμε! Καταπιέσαμε τις όποιες αντιστάσεις, αδιαφορήσαμε. Γι' αυτό και πιθανολογώ πως η ανθρωπότητα δυστυχεί. Από καθαρή βλακεία! Ο άνθρωπος απώλεσε την εγγενή ευφυΐα του και στράφηκε αποκλειστικά στα επίγεια, απτά, υλικά αγαθά της συγκυρίας. Του εδώ και τώρα! Ο χρόνος είναι μια έννοια σχετική, ο καθένας την αντιλαμβάνεται με το δικό του μέτρο. Θεωρώ πως η αντίληψη που έχουμε για τον χρόνο παίζει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις, στις καθημερινές πράξεις μας. Καθορίζει, εν ολίγοις, την στάση μας στην ζωή, την πορεία μας. Είμαστε το σύνολο των χρονικών μας στιγμών -αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Με την διαφορά ότι το σύνολο αυτό δεν προκύπτει από το άθροισμα, αλλά από το… γινόμενο των στιγμών μας.
Και ο πνευματικός κόσμος, η πνευματική ελίτ, παραμένουν στην αφάνεια. Θα περίμενε κανείς να δει τους ανθρώπους των γραμμάτων σε ρόλο δυναμικού καθοδηγητή. Πρωταγωνιστές σε μια καθολική επανάσταση! Αντ' αυτού, καμμία πρωτοβουλία…
Ο Theodor Adorno το έθεσε πολύ πιο δόκιμα: «Η φιλοσοφία, που κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη, διατηρείται στη ζωή ακριβώς επειδή πέρασε και χάθηκε η στιγμή τής πραγματοποίησής της».
Αποτολμώντας μια πρόχειρη προέκταση της σκέψης του, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τις επαναστάσεις.
Δεν με αγγίζουν κάποια συνωμοσιολογικά σενάρια περί σκοτεινών τάχα δυνάμεων που προσπαθούν τόσους αιώνες να καθυποτάξουν το ανθρώπινο γένος. Δεν πιστεύω πως μια ομάδα ή κλίκα τεκταίνονται τα ύστερα του κόσμου! Αν ναι, δεν αρκούν τόσοι αιώνες για να πραγματωθεί το σατανικό σχέδιό τους;
Αλίμονο, ο άνθρωπος από μόνος του είναι τόσο ευάλωτος, τόσο απροστάτευτος και συχνά τόσο πρόθυμος να παραδοθεί. Αυτό συνέβη: Αφεθήκαμε! Καταπιέσαμε τις όποιες αντιστάσεις, αδιαφορήσαμε. Γι' αυτό και πιθανολογώ πως η ανθρωπότητα δυστυχεί. Από καθαρή βλακεία! Ο άνθρωπος απώλεσε την εγγενή ευφυΐα του και στράφηκε αποκλειστικά στα επίγεια, απτά, υλικά αγαθά της συγκυρίας. Του εδώ και τώρα! Ο χρόνος είναι μια έννοια σχετική, ο καθένας την αντιλαμβάνεται με το δικό του μέτρο. Θεωρώ πως η αντίληψη που έχουμε για τον χρόνο παίζει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις, στις καθημερινές πράξεις μας. Καθορίζει, εν ολίγοις, την στάση μας στην ζωή, την πορεία μας. Είμαστε το σύνολο των χρονικών μας στιγμών -αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Με την διαφορά ότι το σύνολο αυτό δεν προκύπτει από το άθροισμα, αλλά από το… γινόμενο των στιγμών μας.
Και ο πνευματικός κόσμος, η πνευματική ελίτ, παραμένουν στην αφάνεια. Θα περίμενε κανείς να δει τους ανθρώπους των γραμμάτων σε ρόλο δυναμικού καθοδηγητή. Πρωταγωνιστές σε μια καθολική επανάσταση! Αντ' αυτού, καμμία πρωτοβουλία…
Ο Theodor Adorno το έθεσε πολύ πιο δόκιμα: «Η φιλοσοφία, που κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη, διατηρείται στη ζωή ακριβώς επειδή πέρασε και χάθηκε η στιγμή τής πραγματοποίησής της».
Αποτολμώντας μια πρόχειρη προέκταση της σκέψης του, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τις επαναστάσεις.
Σήμερα μια επανάσταση είναι απλώς... αδιανόητη! Ο καθένας έχει αναπτύξει μια σειρά αυτάρεσκων πύργων γύρω του, είναι αδύνατον να ενστερνιστεί ιδέες και πρότυπα άλλων και, μέσα σε ένα πνιγηρό κλίμα καχυποψίας, έμφορτος με κόμπλεξ και ιδιοτέλειες, δεν μπορεί να πειθαρχήσει στις κοινές αρχές ενός ιδεώδους, ενός κοινού αγώνα. Το αγωνιστικό φρόνημα απανταχού έχει καμφθεί και τίποτε δεν φαντάζει πλέον ικανό ν' αφυπνίσει τις μάζες.
Αυτή η θλιβερή διαπίστωση ίσως μεθερμηνεύει, μέχρι κάποιον βαθμό, την σημερινή παθητικότητα του «συνθηκολογημένου» ανθρώπου, του ανθρώπου της βιάσης και της επιφανειακότητας, που, ενώ εμφανίζεται πολυσχιδής και πολυπράγμων, ουσιαστικά κάνει ολέθριους κύκλους σαν έντομο γύρω από μια αναμμένη λάμπα. Τελικά, θα κάψει τα φτερά του ή, όταν σβήσει η λάμπα, θα βρεθεί στο σκοτάδι της κενότητάς του…
Δείτε τους νεοέλληνες: Η μισή Ελλάδα έχει ξεπουληθεί και τα εγγόνια και δισέγγονά τους είναι υποθηκευμένα εφ' όρου ζωής, κι αυτοί αλαλάζουν ευδαίμονες σε ταβερνάκια και ορθάδικα, μ' ένα κινητό στο χέρι και μόστρα φτωχού συγγενή! Δεν μπορώ παρά να είμαι δυστυχής με αυτήν την κατάσταση. Αρνούμαι να υποκριθώ τον αισιόδοξο, να αναπτύξω θετική σκέψη, όπως πολλοί μου συστήνουν. Βλέπει κανείς κάτι θετικό στην εξαθλίωση του λαού μας; Το να πιστεύεις σήμερα σε θαύματα απλώς αποδεικνύει την αφέλεια με την οποία αρέσκεσαι ν' αντιμετωπίζεις μιαν αποφράδα πραγματικότητα.
Ακούω συχνά αγανακτισμένους πολίτες να αναρωτιούνται
γιατί κάποιοι πολιτικοί δεν περνούν από δίκη. Συμφωνώ ότι οι μισοί από αυτούς
πρέπει να πάνε σπίτι τους και οι υπόλοιποι στην... κρεμάλα! Ωστόσο οφείλουμε να
παραδεχθούμε ότι και οι μεν και οι δε μπήκαν στην Βουλή με την λαϊκή ψήφο, όχι
με τα τανκς. Κι ακόμη, ότι στους περισσότερους από αυτούς δόθηκε δεύτερη ή και
τρίτη ευκαιρία. Πώς να το ερμηνεύσει κανείς; Τόσοι πια αφελείς; Τόσοι
διαπλεκόμενοι; Αδιανόητο… Μάλλον στην «ποιότητα» του εκλογικού σώματος πρέπει
νꞌ αναζητήσουμε τις αιτίες. Δεν πρόκειται απλώς περί μιας ακόμη θεωρίας
ελιτισμού. Χρεώνω στο δημοκρατικό πολίτευμα την αδυναμία να επιλύσει το
πρόβλημα της επιβολής δύο ηλιθίων επί ενός σοφού, ακριβώς επειδή οι πρώτοι
εκφράζουν την πλειοψηφία…
O
Leo
Löwentahl, γνήσιος εκπρόσωπος της
Σχολής τής Φρανκφούρτης και εκ των θεμελιωτών της Κριτικής Θεωρίας (Kritische
Theorie), στο πλευρό των Max
Horkheimer,
Herbert
Marcuse
και
Theodor
Adorno,
κατέδειξε τον βαθμό της αλλοτρίωσης του Δυτικού ανθρώπου και την σταδιακή
κατάπτωσή του στο σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα και, παρά το ότι κατηγορήθηκε
από την μαρξιστική Αριστερά, από του βήματος του Ελευθέρου Πανεπιστημίου του
Βερολίνου έδωσε το στίγμα της κοινωνιολογίας της Λογοτεχνίας, εντοπίζοντας
ακριβώς το τι σημαίνει Λογοτεχνία ως τέχνη και ποια η μαζική της απήχηση στην
διαδικασία της κοινωνικής ένταξης του ατόμου.
Ο Marcuse συμπλήρωσε καταδεικνύοντας την σύγχρονη(;) ένδεια του ανθρώπου στην απατηλή κοινωνία της αφθονίας, την καταπίεση της προσωπικότητας στο σύγχρονο(;) σχεδόν δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής.
Τέλος, ο πρόσφατα αποβιώσας Zygmunt Bauman, με τον προβληματισμό του πάνω στην κρίση της νεωτερικότητας, αποκάλυψε περίτρανα την μετάλλαξη του μύθου της προόδου σε ένα ιδεολόγημα μεταμοντέρνας έμπνευσης, που ως μοναδικό του στόχο έχει την διαστροφή της πραγματικότητας, θέτοντας την Τέχνη στην υπηρεσία μιας προγραμματισμένης κατάλυσης των αξιών του ανθρώπινου γένους.
Επομένως αυτή η «σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας» (Resume über Kulturindustrie, για να χρησιμοποιήσω και πάλι φράση τού Adorno), που ξεκίνησε εντατικά με την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και επέλασε μέχρι τις μέρες μας καταλύοντας το παγκόσμιο κεκτημένο (ή, τέλος πάντων, ό,τι αφελώς εθεωρείτο μέχρι πρότινος ως τέτοιο), σαφώς επηρέασε και τις τέχνες -ως εκ τούτου και την Λογοτεχνία.
Το δημιούργημα, πέρα από την ψυχοπνευματική υπεραξία του, είναι εμπορεύσιμο υλικό αγαθό από την διακίνηση του οποίου αρκετές ομάδες επαγγελματιών προσδοκούν κέρδος ή έστω μια συγκεκριμένη αμοιβή. Συγγραφείς και εκδότες μοχθούν για να διαβαστούν. Ο αριθμός αντιτύπων που έχουν πουληθεί σαφώς προσδίδει μιαν εμπορική αξία σ' έναν τίτλο, όχι κατ' ανάγκην «λογοτεχνική».
Κάποτε θα πρέπει στην χώρα μας να ξεχωρίσουμε τους συγγραφείς από τους λογοτέχνες! Το γεγονός ότι ένα βιβλίο πούλησε χιλιάδες ή εκατομμύρια αντίτυπα δεν το ανάγει αυτομάτως στο Πάνθεον της Λογοτεχνίας. Άλλωστε η φιλοδοξία κάποιου να σαγηνέψει τις μάζες των αναγνωστών διέπεται από «χαμηλά» ελατήρια. Δεν ισχυρίζομαι πως η Λογοτεχνία θα πρέπει να απευθύνεται σε λίγους και εκλεκτούς -αλίμονο! Σκοπός της Λογοτεχνίας, όμως, δεν είναι να τέρψει όσο το δυνατόν περισσότερους (αυτός είναι ο σκοπός της συγγραφής), αλλά να χαράξει πρότυπα «αθάνατα» στον χρόνο, καθολικά, αδιαμφισβήτητα. Βιβλία της περασμένης δεκαετίας που μοσχοπούλησαν, σήμερα σχεδόν όλοι τα αγνοούν. Μα είναι θέαμα εκστατικό το να βλέπεις νέους ανθρώπους να διαβάζουν με βουλιμία Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι ή Προυστ!
Το ζήτημα είναι ότι ο πνευματικός, ο καλλιτεχνικός κόσμος που δημιούργησε όλα αυτά τα διαμάντια, όπως σωστά σημειώσατε είναι απών. Οι μεν πεθαμένοι συγγραφείς έχουν ακούσια αποθέσει το άχθος της αποστολής τους (εάν ποτέ είχαν μιαν αποστολή) στην ικανότητα αφομοίωσης των σημερινών, εν ζωή, αναγνωστών. Οι δε ζώντες, στην πλειονότητά τους διαβιούν απομονωμένοι από το κοινωνικό περιβάλλον που τους αναδεικνύει, δεν έχουν μερίδιο στην πίτα των καθημερινών ανθρώπων, οι περισσότεροι έχουν εξασφαλίσει τον βιοπορισμό τους. Όταν ο Henry James έλεγε «the author who has not finished with living is both dangerous and vulnerable» (ο συγγραφέας που δεν έχει απαλλαγεί από την ενεργό ανάμειξη με τα της ζωής είναι και επικίνδυνος και ευάλωτος) ασφαλώς δεν εννοούσε την σημερινή παρατηρούμενη παθητική αποχή των γραφιάδων από τα σημαντικά δρώμενα, αλλά την δέουσα ανεξαρτητοποίηση από την καθημερινή τύρβη του κόσμου. Σήμερα παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο: Οι περισσότεροι συγγραφείς παρουσιάζονται ως τηλεπερσόνες περιορισμένης εμβέλειας, επιδιδόμενοι σε βλακώδη και χυδαία «γυμνάσματα» προς εξασφάλιση μιας εφήμερης αναγνωρισιμότητας εν είδει χωριάτη πολιτευτή!
Ο Marcuse συμπλήρωσε καταδεικνύοντας την σύγχρονη(;) ένδεια του ανθρώπου στην απατηλή κοινωνία της αφθονίας, την καταπίεση της προσωπικότητας στο σύγχρονο(;) σχεδόν δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής.
Τέλος, ο πρόσφατα αποβιώσας Zygmunt Bauman, με τον προβληματισμό του πάνω στην κρίση της νεωτερικότητας, αποκάλυψε περίτρανα την μετάλλαξη του μύθου της προόδου σε ένα ιδεολόγημα μεταμοντέρνας έμπνευσης, που ως μοναδικό του στόχο έχει την διαστροφή της πραγματικότητας, θέτοντας την Τέχνη στην υπηρεσία μιας προγραμματισμένης κατάλυσης των αξιών του ανθρώπινου γένους.
Επομένως αυτή η «σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας» (Resume über Kulturindustrie, για να χρησιμοποιήσω και πάλι φράση τού Adorno), που ξεκίνησε εντατικά με την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και επέλασε μέχρι τις μέρες μας καταλύοντας το παγκόσμιο κεκτημένο (ή, τέλος πάντων, ό,τι αφελώς εθεωρείτο μέχρι πρότινος ως τέτοιο), σαφώς επηρέασε και τις τέχνες -ως εκ τούτου και την Λογοτεχνία.
Το δημιούργημα, πέρα από την ψυχοπνευματική υπεραξία του, είναι εμπορεύσιμο υλικό αγαθό από την διακίνηση του οποίου αρκετές ομάδες επαγγελματιών προσδοκούν κέρδος ή έστω μια συγκεκριμένη αμοιβή. Συγγραφείς και εκδότες μοχθούν για να διαβαστούν. Ο αριθμός αντιτύπων που έχουν πουληθεί σαφώς προσδίδει μιαν εμπορική αξία σ' έναν τίτλο, όχι κατ' ανάγκην «λογοτεχνική».
Κάποτε θα πρέπει στην χώρα μας να ξεχωρίσουμε τους συγγραφείς από τους λογοτέχνες! Το γεγονός ότι ένα βιβλίο πούλησε χιλιάδες ή εκατομμύρια αντίτυπα δεν το ανάγει αυτομάτως στο Πάνθεον της Λογοτεχνίας. Άλλωστε η φιλοδοξία κάποιου να σαγηνέψει τις μάζες των αναγνωστών διέπεται από «χαμηλά» ελατήρια. Δεν ισχυρίζομαι πως η Λογοτεχνία θα πρέπει να απευθύνεται σε λίγους και εκλεκτούς -αλίμονο! Σκοπός της Λογοτεχνίας, όμως, δεν είναι να τέρψει όσο το δυνατόν περισσότερους (αυτός είναι ο σκοπός της συγγραφής), αλλά να χαράξει πρότυπα «αθάνατα» στον χρόνο, καθολικά, αδιαμφισβήτητα. Βιβλία της περασμένης δεκαετίας που μοσχοπούλησαν, σήμερα σχεδόν όλοι τα αγνοούν. Μα είναι θέαμα εκστατικό το να βλέπεις νέους ανθρώπους να διαβάζουν με βουλιμία Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι ή Προυστ!
Το ζήτημα είναι ότι ο πνευματικός, ο καλλιτεχνικός κόσμος που δημιούργησε όλα αυτά τα διαμάντια, όπως σωστά σημειώσατε είναι απών. Οι μεν πεθαμένοι συγγραφείς έχουν ακούσια αποθέσει το άχθος της αποστολής τους (εάν ποτέ είχαν μιαν αποστολή) στην ικανότητα αφομοίωσης των σημερινών, εν ζωή, αναγνωστών. Οι δε ζώντες, στην πλειονότητά τους διαβιούν απομονωμένοι από το κοινωνικό περιβάλλον που τους αναδεικνύει, δεν έχουν μερίδιο στην πίτα των καθημερινών ανθρώπων, οι περισσότεροι έχουν εξασφαλίσει τον βιοπορισμό τους. Όταν ο Henry James έλεγε «the author who has not finished with living is both dangerous and vulnerable» (ο συγγραφέας που δεν έχει απαλλαγεί από την ενεργό ανάμειξη με τα της ζωής είναι και επικίνδυνος και ευάλωτος) ασφαλώς δεν εννοούσε την σημερινή παρατηρούμενη παθητική αποχή των γραφιάδων από τα σημαντικά δρώμενα, αλλά την δέουσα ανεξαρτητοποίηση από την καθημερινή τύρβη του κόσμου. Σήμερα παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο: Οι περισσότεροι συγγραφείς παρουσιάζονται ως τηλεπερσόνες περιορισμένης εμβέλειας, επιδιδόμενοι σε βλακώδη και χυδαία «γυμνάσματα» προς εξασφάλιση μιας εφήμερης αναγνωρισιμότητας εν είδει χωριάτη πολιτευτή!
Ωστόσο
διαθέτουν το πλεονέκτημα των πωλήσεων. Γιατί κυρίως αυτή η κατηγορία συγγραφέων
κερδίζει την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού κοινού…
Ο αναγνώστης συχνά επιζητά την εξαπλούστευση. Θέλει
το ανάγνωσμα να τον «ξεκουράζει», να τον «χαλαρώνει». Δεν αντιλέγω, χρήσιμο
είναι κι αυτό, βιολογική ανάγκη. Αλλά γίνεται έξις, αυτοσκοπός. Κι εδώ
διατρέχει τον κίνδυνο να πείσει τον εαυτό του ότι το απλό είναι ταυτόσημο με το
απλοϊκό.
Καλλιεργείται έτσι η συνήθεια στους συγγραφείς να ρέπουν προς το ευπρόσληπτο, το απόλυτα εκλαϊκευμένο. Ουσιαστικά, αυτό που ο αναγνώστης παραδέχεται «επιβάλλοντας» στον συγγραφέα έναν εκχυδαϊσμένο τρόπο γραφής είναι η δική του έλλειψη καλλιέργειας. Πείθεται πως η ανάγκη του για διασκέδαση και χαλάρωση είναι προστακτική. Η έννοια της διασκέδασης στην αρχαία Ελλάδα ήταν στην συνείδηση των ανθρώπων «παρακατιανή». Οι πρόγονοί μας επεδίωκαν την αγωγής της ψυχής -την ψυχαγωγία.
Αυτό λοιπόν που θα πρότεινα στον αναγνώστη αυτής της κατηγορίας είναι να κλείσει το βιβλίο και να κάνει μια βόλτα, να στηθεί μπροστά στο «χαζοκούτι» και να δει το survivor, να πάει να παίξει μπιλιάρδο ή τάβλι! Διότι με την τάση του για «εύκολα» και «εύπεπτα» αναγνώσματα γυμνάζει μια ολόκληρη κοινωνία στην μαλθακότητα και την ελαφρότητα. Η Τέχνη όμως -επομένως και η Λογοτεχνία- πρωτίστως αποτελεί μια αρκετά πολυσύνθετη λειτουργία, καλλιεργεί, διεγείρει, εξάπτει. Πώς είναι δυνατόν ν' απαιτούμε από αυτήν τα trivia μιας πεζότητας, μιας επαναληπτικότητας και μιας ρηχότητας που όλοι απεχθανόμαστε;»
Καλλιεργείται έτσι η συνήθεια στους συγγραφείς να ρέπουν προς το ευπρόσληπτο, το απόλυτα εκλαϊκευμένο. Ουσιαστικά, αυτό που ο αναγνώστης παραδέχεται «επιβάλλοντας» στον συγγραφέα έναν εκχυδαϊσμένο τρόπο γραφής είναι η δική του έλλειψη καλλιέργειας. Πείθεται πως η ανάγκη του για διασκέδαση και χαλάρωση είναι προστακτική. Η έννοια της διασκέδασης στην αρχαία Ελλάδα ήταν στην συνείδηση των ανθρώπων «παρακατιανή». Οι πρόγονοί μας επεδίωκαν την αγωγής της ψυχής -την ψυχαγωγία.
Αυτό λοιπόν που θα πρότεινα στον αναγνώστη αυτής της κατηγορίας είναι να κλείσει το βιβλίο και να κάνει μια βόλτα, να στηθεί μπροστά στο «χαζοκούτι» και να δει το survivor, να πάει να παίξει μπιλιάρδο ή τάβλι! Διότι με την τάση του για «εύκολα» και «εύπεπτα» αναγνώσματα γυμνάζει μια ολόκληρη κοινωνία στην μαλθακότητα και την ελαφρότητα. Η Τέχνη όμως -επομένως και η Λογοτεχνία- πρωτίστως αποτελεί μια αρκετά πολυσύνθετη λειτουργία, καλλιεργεί, διεγείρει, εξάπτει. Πώς είναι δυνατόν ν' απαιτούμε από αυτήν τα trivia μιας πεζότητας, μιας επαναληπτικότητας και μιας ρηχότητας που όλοι απεχθανόμαστε;»
Και τι γίνεται με την εκτός βιβλίων ζωή, την πραγματική ζωή,
την στερημένη απ΄ όλα τα καλούδια της Λογοτεχνίας και τα φανταστικά πράγματα
που συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια;»
Μια απάντηση από τα χείλη του Oscar Wild θα ήταν αρκετή: «Η ζωή δεν μπορεί
παρά να αντιγράφει την Τέχνη!». Κι αυτό το διαισθάνεται κανείς διαβάζοντας όχι
μόνο τους μεγάλους κλασικούς, αλλά και τους σύγχρονους ελάσσονες γραφιάδες.
Άλλωστε «η ζωή είναι πανίσχυρη», όπως σημειώνει ο Alejandro Zambra στο βιβλίο
του Η ιδιωτική ζωή των δέντρων, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις
εκδόσεις Ίκαρος.
Η αλήθεια είναι, πιστεύω, ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να δρα. Η δράση αποτελεί το οξυγόνο και ταυτόχρονα τις ρίζες από τις οποίες αντλεί τις ζωτικές εκείνες ουσίες που τον καθιστούν ως προικισμένο πλάσμα της φύσης. Ο Αμερικανός συγγραφέας Henry David Thoreau αποστομωτικά έλεγε ότι είναι μάταιο να κάθεσαι για να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί για να ζήσεις. Τα λόγια του συμπτύσσουν μια μεγάλη -πλην όμως μισή- αλήθεια! Το σύνολο των εμπειριών μας διαμορφώνει την προσωπικότητά μας, αλλά μόνον εν μέρει. Φαντάζομαι ότι το έργο (ή το μη έργο) των ανθρώπων είναι προϊόν μιας περισσότερο σύνθετης λειτουργίας που συντελείται αθέατα, χωρίς και πάλι να κλίνω στην μονοδιάστατη γονιδιακή ερμηνεία ή την θεωρία του αμνήμονος φουτουριστή. Κι εδώ επικαλούμαι την «μνήμη» ως σύνολο όχι μόνον βιωμάτων αλλά και κατ' επέκταση συλλογικών εντυπώσεων: Δεν χρειάζεται κανείς να αυτοπυροβοληθεί για να διαπιστώσει την επικινδυνότητα των όπλων, ούτε να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα για να πειστεί για τις ολέθριες συνέπειες του καπνίσματος! Ανάλογα, ο συγγραφέας δρέπει από τον κήπο των εμπειριών του, όμως στις εμπειρίες συγκαταλέγονται και οι «μνήμες», ατομικές ή συλλογικές: Ό,τι διαβάσαμε ή φανταστήκαμε, ό,τι εξ ακοής και μόνον γνωρίσαμε, όσα ζήσαμε κι όσα άλλοι μάς αφηγήθηκαν, ανεξαρτήτως του εάν αυτά μπορέσαμε ποτέ να τα επαληθεύσουμε. Η πρωτογενής ατομική δράση είναι σημαντική, ναι, μα ο καλλιτέχνης αντλεί κι από ένα απύθμενο πηγάδι εντυπώσεων και ψυχολογικών «βιωμάτων» απροσδιόριστων στον χρόνο και τον χώρο. Το σύνολο αυτών εκλαμβάνω εδώ με τον όρο «μνήμη».
Η αλήθεια είναι, πιστεύω, ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να δρα. Η δράση αποτελεί το οξυγόνο και ταυτόχρονα τις ρίζες από τις οποίες αντλεί τις ζωτικές εκείνες ουσίες που τον καθιστούν ως προικισμένο πλάσμα της φύσης. Ο Αμερικανός συγγραφέας Henry David Thoreau αποστομωτικά έλεγε ότι είναι μάταιο να κάθεσαι για να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί για να ζήσεις. Τα λόγια του συμπτύσσουν μια μεγάλη -πλην όμως μισή- αλήθεια! Το σύνολο των εμπειριών μας διαμορφώνει την προσωπικότητά μας, αλλά μόνον εν μέρει. Φαντάζομαι ότι το έργο (ή το μη έργο) των ανθρώπων είναι προϊόν μιας περισσότερο σύνθετης λειτουργίας που συντελείται αθέατα, χωρίς και πάλι να κλίνω στην μονοδιάστατη γονιδιακή ερμηνεία ή την θεωρία του αμνήμονος φουτουριστή. Κι εδώ επικαλούμαι την «μνήμη» ως σύνολο όχι μόνον βιωμάτων αλλά και κατ' επέκταση συλλογικών εντυπώσεων: Δεν χρειάζεται κανείς να αυτοπυροβοληθεί για να διαπιστώσει την επικινδυνότητα των όπλων, ούτε να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα για να πειστεί για τις ολέθριες συνέπειες του καπνίσματος! Ανάλογα, ο συγγραφέας δρέπει από τον κήπο των εμπειριών του, όμως στις εμπειρίες συγκαταλέγονται και οι «μνήμες», ατομικές ή συλλογικές: Ό,τι διαβάσαμε ή φανταστήκαμε, ό,τι εξ ακοής και μόνον γνωρίσαμε, όσα ζήσαμε κι όσα άλλοι μάς αφηγήθηκαν, ανεξαρτήτως του εάν αυτά μπορέσαμε ποτέ να τα επαληθεύσουμε. Η πρωτογενής ατομική δράση είναι σημαντική, ναι, μα ο καλλιτέχνης αντλεί κι από ένα απύθμενο πηγάδι εντυπώσεων και ψυχολογικών «βιωμάτων» απροσδιόριστων στον χρόνο και τον χώρο. Το σύνολο αυτών εκλαμβάνω εδώ με τον όρο «μνήμη».
Ο συγγραφέας παρατηρεί το περιβάλλον του και αντλεί
διαρκώς θησαυρίσματα από την τράπεζα της δικής του μνήμης. Η μνήμη του είναι
άχρονη και αγεωμέτρητη, καταδεικνύει μόνον τις μεταλλαγές που αέναα συμβαίνουν
(πάντα ρει) ακριβώς έτσι όπως το περιέγραψε ο Henri Poincaré στην θεωρία των
κβάντα. Η συνειδητοποίηση των αλλαγών του υλικού κόσμου δεν θα μπορούσε ποτέ να
ολοκληρωθεί, εάν ο άνθρωπος δεν διέθετε μνήμη, ώστε να επιχειρήσει συγκρίσεις
με πρότερες μορφές αυτού του διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Είναι
δύσκολο να φανταστούμε την χρονική εκείνη στιγμή που ο πρωτόγονος άνθρωπος
αποστασιοποιήθηκε από την ενεργή συμμετοχή του στο γίγνεσθαι, προκειμένου ν' αντιληφθεί συνειδητά το τι συμβαίνει γύρω του -ακόμη δε δυσκολότερο ν' ανακαλύψουμε τα αίτια αυτής της αποστασιοποίησης. Αναμφίβολα πρόκειται για
κραυγαλέα νίκη του πνεύματος: Ο άνθρωπος έσκυψε μέσα του και σύγκρινε το «τώρα»
με το «πριν», ανακαλύπτοντας (ή εφευρίσκοντας;) ουσιαστικά τον «χρόνο» -συνθήκη
αναγκαία για την ανάπτυξη της συνείδησης. Η συνείδηση ήταν αυτή που τον
ανατοποθέτησε στο κέντρο του κόσμου. Κι εδώ, πάλι, το παράδοξο: Ο πεπερασμένος
ανθρώπινος νους συλλαμβάνει και τιθασεύει τον άπειρο χρόνο! Κι έτσι,
αντιμέτωπος με την αιωνιότητα, συνειδητοποίησε το εφήμερο της δικής του
ύπαρξης, το πεπερασμένο της δράσης του επί της γης. Ίσως γι' αυτό η δράση
απέκτησε εν παρόδω τόση σπουδαιότητα, ωθώντας το ανθρώπινο πλάσμα με μια
ακατάλυτη ορμή για «έργα και ημέρες»…
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Η Λογοτεχνία δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την ζωτική τάση του ανθρώπου για δράση, αλλά να διευρύνει τον χωροχρονικό ορίζοντα αυτής της δράσης, ν' αναμεταδώσει τα αποστάγματα και τ' αποθησαυρίσματα της ανθρώπινης εμπειρίας στο διηνεκές. Οι συγγραφείς που το ειτυγχάνουν σήμερα καλούνται «κλασικοί». Είναι ακριβώς αυτοί, τα αναγνώσματα των οποίων εδώ και δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια διαβάζονται χαρίζοντας την αίσθηση του διαχρονικού και συνάμα ολόδροσου, φρέσκου δημιουργικού πνεύματος. Ακόμη, είναι αυτοί των οποίων τα βιβλία μεταφράζονται σε δεκάδες γλώσσες κι αφομοιώνονται από πλήθος ξένων μεταξύ τους πολιτισμικών συστημάτων, περνώντας στην σφαίρα της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά για να δικαιώσει, τελικά, την θεωρία του Auguste Comte περί «παγκόσμια συνείδησης».
Η Λογοτεχνία, πρωτίστως, εκκινεί το κατά Πλάτωνα «θυμοειδές», συγκινεί, λυπεί, επιστρατεύει συνειρμικά την σημαντικότατη ανθρώπινη δυνατότητα και συνάμα ιδιότητα, την ενσυναίσθηση, που σε τελευταία ανάλυση οδηγεί τον καλλιεργημένο αναγνώστη στην έκσταση. Όλες οι Τέχνες (θα πρέπει να) καταλήγουν μοιραία στην διά της συγκίνησης έκσταση ψυχής και πνεύματος. Η Τέχνη προάγει την έννοια της κοινοκτημοσύνης. Η τέρψη όμως κορυφώνεται μόνον διά της συγκίνησης. Έτσι εξηγείται και το ανθρώπινο παράδοξο του χιούμορ και της λύπης: Οι άνθρωποι, ανά την υφήλιο, γελούν με διαφορετικά πράγματα, αλλά λυπούνται με τα ίδια…
Έχει λανθασμένα επικρατήσει η άποψη ότι οι κριτικές που κατά καιρούς δημοσιεύονται, είτε πρόκειται για βιβλία είτε για ταινίες, μουσικές εκτελέσεις κ.λπ., αποσκοπούν στο να διαφωτίσουν το αντίστοιχο κοινό και να συμβάλουν στην διαμόρφωση των καταναλωτικών τους αποφάσεων. Κάθε άλλο!
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Η Λογοτεχνία δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την ζωτική τάση του ανθρώπου για δράση, αλλά να διευρύνει τον χωροχρονικό ορίζοντα αυτής της δράσης, ν' αναμεταδώσει τα αποστάγματα και τ' αποθησαυρίσματα της ανθρώπινης εμπειρίας στο διηνεκές. Οι συγγραφείς που το ειτυγχάνουν σήμερα καλούνται «κλασικοί». Είναι ακριβώς αυτοί, τα αναγνώσματα των οποίων εδώ και δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια διαβάζονται χαρίζοντας την αίσθηση του διαχρονικού και συνάμα ολόδροσου, φρέσκου δημιουργικού πνεύματος. Ακόμη, είναι αυτοί των οποίων τα βιβλία μεταφράζονται σε δεκάδες γλώσσες κι αφομοιώνονται από πλήθος ξένων μεταξύ τους πολιτισμικών συστημάτων, περνώντας στην σφαίρα της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά για να δικαιώσει, τελικά, την θεωρία του Auguste Comte περί «παγκόσμια συνείδησης».
Η Λογοτεχνία, πρωτίστως, εκκινεί το κατά Πλάτωνα «θυμοειδές», συγκινεί, λυπεί, επιστρατεύει συνειρμικά την σημαντικότατη ανθρώπινη δυνατότητα και συνάμα ιδιότητα, την ενσυναίσθηση, που σε τελευταία ανάλυση οδηγεί τον καλλιεργημένο αναγνώστη στην έκσταση. Όλες οι Τέχνες (θα πρέπει να) καταλήγουν μοιραία στην διά της συγκίνησης έκσταση ψυχής και πνεύματος. Η Τέχνη προάγει την έννοια της κοινοκτημοσύνης. Η τέρψη όμως κορυφώνεται μόνον διά της συγκίνησης. Έτσι εξηγείται και το ανθρώπινο παράδοξο του χιούμορ και της λύπης: Οι άνθρωποι, ανά την υφήλιο, γελούν με διαφορετικά πράγματα, αλλά λυπούνται με τα ίδια…
Έχει λανθασμένα επικρατήσει η άποψη ότι οι κριτικές που κατά καιρούς δημοσιεύονται, είτε πρόκειται για βιβλία είτε για ταινίες, μουσικές εκτελέσεις κ.λπ., αποσκοπούν στο να διαφωτίσουν το αντίστοιχο κοινό και να συμβάλουν στην διαμόρφωση των καταναλωτικών τους αποφάσεων. Κάθε άλλο!
Η
κριτική απευθύνεται στον δημιουργό, όχι στον καταναλωτή. Φιλοδοξεί να βελτιώσει
αυτόν που υπηρετεί την τέχνη, όχι αυτόν που την απολαμβάνει. Στον χώρο του
βιβλίου, εν προκειμένω, απευθύνεται στον συγγραφέα. Ευπρεπώς και πάντα με στιβαρή
επιχειρηματολογία, καταδεικνύει τις ατέλειες, αναδεικνύει τα προτερήματα. Ο
κριτικός δεν είναι δικαστής, είναι απλώς ένας επαγγελματίας αναγνώστης -γι' αυτό και είναι υποχρεωμένος να διαβάζει ακόμη και βιβλία που ίσως δεν του
αρέσουν. Δεν τίθεται θέμα ότι κάτι μου αρέσει και το προωθώ, κάτι δεν μου
αρέσει και το «θάβω». Ο υπεύθυνος κι ευσυνείδητος κριτικός Λογοτεχνίας
χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα και παγκοσμίως αναγνωρισμένα «εργαλεία» για να
επιτελέσει το έργο του. Θα πρέπει να στοιχειοθετήσει την κριτική του άποψη
ακόμη κι αν αυτή είναι θετική –για ευνόητους λόγους… Με λίγα λόγια ο κριτικός
είναι σύμμαχος του συγγραφέα, στέκεται δίπλα του, όχι απέναντι.
Κάποτε μια δυσαρεστημένη με την κριτική που της άσκησα συγγραφέας μού τηλεφώνησε για να εκφράσει τα παράπονά της. Μετά από λίγα λεπτά, ο εκνευρισμός της παρεκτράπη, καθώς δεν μπορούσε ν αντικρούσει τα επιχειρήματά μου. «Επιτέλους», φώναξε, πριν διακόψω την ανούσια συνομιλία μας, «ποιος σας έχρισε κριτικό;». Της απάντησα: «Όχι πάντως αυτός που έχρισε εσάς συγγραφέα!»
Έχετε δημοσιεύσει πάμπολλες κριτικές σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, έχετε διαβάσει εκατοντάδες βιβλία . Ποια θεωρείτε ως σημαντικότερα μειονεκτήματα στην γραφή των Ελλήνων συγγραφέων; Τι θα τους συμβουλεύατε;
Κάποτε μια δυσαρεστημένη με την κριτική που της άσκησα συγγραφέας μού τηλεφώνησε για να εκφράσει τα παράπονά της. Μετά από λίγα λεπτά, ο εκνευρισμός της παρεκτράπη, καθώς δεν μπορούσε ν αντικρούσει τα επιχειρήματά μου. «Επιτέλους», φώναξε, πριν διακόψω την ανούσια συνομιλία μας, «ποιος σας έχρισε κριτικό;». Της απάντησα: «Όχι πάντως αυτός που έχρισε εσάς συγγραφέα!»
Έχετε δημοσιεύσει πάμπολλες κριτικές σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, έχετε διαβάσει εκατοντάδες βιβλία . Ποια θεωρείτε ως σημαντικότερα μειονεκτήματα στην γραφή των Ελλήνων συγγραφέων; Τι θα τους συμβουλεύατε;
«Οι σημερινοί συγγραφείς, ιδίως οι Έλληνες, διαπράττουν
το μοιραίο λάθος: Αφηγούνται, δεν εξιστορούν. Έτσι δεν ικανοποιούν τα πλέον
ατράνταχτα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος -την αδιάλειπτη ενεργό δράση των
ηρώων και την απρόσκοπτη εξελικτική περιπλοκή της μυθοπλασίας.
Επίσης αναπτύσσουν θεματολογίες μακράς χρονικής περιόδου, χωρίς να προσδώσουν στους πρωταγωνιστές των βιβλίων τους ικανή δόση αυτόβουλης δράσης. Αποτελεί πια κοινοτοπία το ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να βρίσκεται παντού μέσα στην ιστορία του, αλλά χωρίς να φαίνεται. Οι νεοέλληνες συγγραφείς αγνοούν τον χρυσό αυτόν κανόνα, εμπλέκονται και μάλιστα αδόκιμα και καταστροφικά. Ιδίως στα λεγόμενα ιστορικά μυθιστορήματα, τούτο είναι καταφανές. Αλλά και στα story-telling ακόμη περισσότερο, αφού εκεί είναι που πιο πολύ απαιτείται η «αφάνεια» του συγγραφέα.
Μια ακόμη αδεξιότητα που θα πρέπει να μνημονεύσουμε έχει να κάνει με τον «διάλογο» που στο σύγχρονο βιβλίο βρίθει αστοχιών. Ο διάλογος, ως γνωστόν, εξυπηρετεί την «οικονομία» της αφήγησης. Λειτουργεί, θα λέγαμε, σαν επιλογέας ταχυτήτων στο όχημα της εξιστόρησης: Άλλοτε εντείνει την προσοχή, άλλοτε αναπαύει τον αναγνώστη, προσδίδει την αίσθηση της αμεσότητας και της δράσης, αλλά κάλλιστα μπορεί και να επιβραδύνει την ροή ανάλογα με τις προθέσεις τού συγγραφέα. Δυστυχώς οι σύγχρονοι συγγραφείς αγνοούν τις βασικές αυτές ιδιότητες του διαλόγου, που θεωρούνται ως βασικά συγγραφικά «εργαλεία». Συχνά αναπτύσσουν άκαιρους, άσκοπους και αταίριαστους προς τα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων των ηρώων ή της χρονικής περιόδου -εποχής διαλόγους, ενώ, ακόμη συχνότερα, απέχουν από την χρήση τους ακριβώς όταν και όπου αυτοί απαιτούνται. Η αρμονική χρήση και διάρκεια των διαλόγων είναι από τα πλέον σημαντικά προτερήματα ενός βιβλίου. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να τονιστεί πόσο σημαντική είναι η σωστή επιλογή των φραστικών μέσων ανάλογα με την εποχή, τον τόπο, την κοινωνική θέση των πρωταγωνιστών, την ιδιότητά τους και την ιδιοσυγκρασία τους.
Επίσης αναπτύσσουν θεματολογίες μακράς χρονικής περιόδου, χωρίς να προσδώσουν στους πρωταγωνιστές των βιβλίων τους ικανή δόση αυτόβουλης δράσης. Αποτελεί πια κοινοτοπία το ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να βρίσκεται παντού μέσα στην ιστορία του, αλλά χωρίς να φαίνεται. Οι νεοέλληνες συγγραφείς αγνοούν τον χρυσό αυτόν κανόνα, εμπλέκονται και μάλιστα αδόκιμα και καταστροφικά. Ιδίως στα λεγόμενα ιστορικά μυθιστορήματα, τούτο είναι καταφανές. Αλλά και στα story-telling ακόμη περισσότερο, αφού εκεί είναι που πιο πολύ απαιτείται η «αφάνεια» του συγγραφέα.
Μια ακόμη αδεξιότητα που θα πρέπει να μνημονεύσουμε έχει να κάνει με τον «διάλογο» που στο σύγχρονο βιβλίο βρίθει αστοχιών. Ο διάλογος, ως γνωστόν, εξυπηρετεί την «οικονομία» της αφήγησης. Λειτουργεί, θα λέγαμε, σαν επιλογέας ταχυτήτων στο όχημα της εξιστόρησης: Άλλοτε εντείνει την προσοχή, άλλοτε αναπαύει τον αναγνώστη, προσδίδει την αίσθηση της αμεσότητας και της δράσης, αλλά κάλλιστα μπορεί και να επιβραδύνει την ροή ανάλογα με τις προθέσεις τού συγγραφέα. Δυστυχώς οι σύγχρονοι συγγραφείς αγνοούν τις βασικές αυτές ιδιότητες του διαλόγου, που θεωρούνται ως βασικά συγγραφικά «εργαλεία». Συχνά αναπτύσσουν άκαιρους, άσκοπους και αταίριαστους προς τα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων των ηρώων ή της χρονικής περιόδου -εποχής διαλόγους, ενώ, ακόμη συχνότερα, απέχουν από την χρήση τους ακριβώς όταν και όπου αυτοί απαιτούνται. Η αρμονική χρήση και διάρκεια των διαλόγων είναι από τα πλέον σημαντικά προτερήματα ενός βιβλίου. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να τονιστεί πόσο σημαντική είναι η σωστή επιλογή των φραστικών μέσων ανάλογα με την εποχή, τον τόπο, την κοινωνική θέση των πρωταγωνιστών, την ιδιότητά τους και την ιδιοσυγκρασία τους.
Τέλος, θα ήθελα να τονίσω την θεματική στειρότητα που παρατηρείται στους νεοέλληνες συγγραφείς. Από την μια, η πλούσια ιστορική διαδρομή, οι εμπειρίες του λαού μας και η αστείρευτη παράδοση, θα μπορούσαν να διευρύνουν εκπληκτικά την θεματολογία. Από την άλλη, η ενδεής σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα που αποστραγγίζει από εμπειρίες και συγκινήσεις τους συγγραφείς μας, η καλλιεργούμενη αδιαφορία προς ό,τι θα μπορούσε ν' αποτελέσει κίνητρο δημιουργίας, χαράσσοντας διαχρονικά πρότυπα ικανά να προσελκύσουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον, αλλά και η οικονομική συγκυρία, μοιραία αναστέλλουν την επιλογή πρωτότυπων θεμάτων.
Ωστόσο, το πρόβλημα έγκειται νομίζω στην απουσία ταλέντου. Η επινοητικότητα των ανθρώπων είναι απύθμενη. Η ζωή η ίδια είναι πια τόσο πολυσύνθετη και πολυδαίδαλη, που θα πρέπει να είσαι υπερβολικά ατάλαντος για να μην μπορείς να βρεις ένα άξιο λόγου θέμα για το βιβλίο σου. «Απολογούμενος» ο Arthur Schnitzler, όταν από την υπερσυντηρητική νομενκλατούρα της Βιέννης κατηγορήθηκε για πορνογραφία και θεματική εμμονή, έδωσε την αυθόρμητη απάντηση: «Γράφω για τον έρωτα και τον θάνατο. Υπάρχουν μήπως άλλα θέματα;». Ας γράψουν λοιπόν και οι νεοέλληνες για τον έρωτα και τον θάνατο. Μα με ψυχή και αυθεντικότητα. Αλλιώς το αποτέλεσμα θα είναι… ο θάνατος του έρωτα!
Και οι ποιητές μας;
«Εδώ τα πράγματα έχουν πλήρως εκτροχιαστεί. Η ποίηση στις μέρας μας είναι εκείνο το κομμάτι της Λογοτεχνίας που περισσότερο απ' όλα έχει κακοποιηθεί. Πιστεύω ότι η απελευθέρωση από τον ομοιοκατάληκτο στίχο ήταν η αφορμή για τις στρεβλώσεις που παρατηρούμε. Οι ποιητές μας, απαλλαγμένοι από την πειθαρχία της ομοιοκαταληξίας, θεώρησαν ότι μπορούσαν να γράφουν δίχως την μουσικότητα και τον ρυθμό του ποιητικού λόγου. Αυτό που ουσιαστικά καταφέρνουν είναι μια ελλιπής, ευνουχισμένη ποίηση -ή έστω μια κάκιστη πρόζα.
Ελάχιστοι άλλωστε δουλεύουν τον στίχο τους με τις εβδομάδες. Οι περισσότεροι ακροβατούν μεταξύ εντυπωσιασμού και χαώδους
νεφελώματος!
Αφήνω το γεγονός ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ακόμη και τα σημεία της στίξης –κάτι που δυστυχώς συμβαίνει και με τους συγγραφείς μας! Είναι απίστευτα θλιβερό να διαβάζεις κείμενα αναγνωρισμένων συγγραφέων και να βλέπεις ότι ούτε την θέση του κόμματος δεν γνωρίζουν! Στην δε ποίηση, που ως απώτατος λόγος απαιτεί λεπτομέρεια στο έπακρο, αυτό είναι καταστρεπτικό. Όχι, δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος με την ποιητική μας παραγωγή!
Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησης, αυτό που κατά βάση θα συμβούλευα τους συγγραφείς μας είναι να διαβάζουν. Πουθενά δεν υφίσταται παρθενογένεση, η δημιουργία δεν είναι παρά μια συσσωρευτική διαδικασία που πατά γερά στην παράδοση. Οι περισσότεροι συγγραφείς δεν διαβάζουν, αγνοούν ακόμη και τα πιο στοιχειώδη σχετικά με το τι προηγήθηκε. Με άλλα λόγια, ζητούν να εισέλθουν στο πανεπιστήμιο δίχως πρωτίστως να έχουν βγάλει δημοτικό! Πάντα το ελληνικό παράδοξο: Πιο πολλοί είναι αυτοί που γράφουν από αυτούς που διαβάζουν, όπως ακριβώς περισσότεροι είναι αυτοί που ομιλούν από αυτούς που ακούνε!
Πιστεύω πως είναι καιρός να μπούνε οι πένες στην άκρη και ν' ανάψουν τα πορτατίφ της ανάγνωσης. Ο συγγραφέας θα μπορέσει έτσι, με το πλήρωμα του χρόνου, να γράψει κάτι αξιόλογο, όταν επιστρέψει στην «αρένα».
Αν μη τι άλλο, θα ωφεληθεί ο βασιλιάς - αναγνώστης. Γι' αυτόν δεν γίνονται όλα;
Αφήνω το γεγονός ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ακόμη και τα σημεία της στίξης –κάτι που δυστυχώς συμβαίνει και με τους συγγραφείς μας! Είναι απίστευτα θλιβερό να διαβάζεις κείμενα αναγνωρισμένων συγγραφέων και να βλέπεις ότι ούτε την θέση του κόμματος δεν γνωρίζουν! Στην δε ποίηση, που ως απώτατος λόγος απαιτεί λεπτομέρεια στο έπακρο, αυτό είναι καταστρεπτικό. Όχι, δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος με την ποιητική μας παραγωγή!
Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησης, αυτό που κατά βάση θα συμβούλευα τους συγγραφείς μας είναι να διαβάζουν. Πουθενά δεν υφίσταται παρθενογένεση, η δημιουργία δεν είναι παρά μια συσσωρευτική διαδικασία που πατά γερά στην παράδοση. Οι περισσότεροι συγγραφείς δεν διαβάζουν, αγνοούν ακόμη και τα πιο στοιχειώδη σχετικά με το τι προηγήθηκε. Με άλλα λόγια, ζητούν να εισέλθουν στο πανεπιστήμιο δίχως πρωτίστως να έχουν βγάλει δημοτικό! Πάντα το ελληνικό παράδοξο: Πιο πολλοί είναι αυτοί που γράφουν από αυτούς που διαβάζουν, όπως ακριβώς περισσότεροι είναι αυτοί που ομιλούν από αυτούς που ακούνε!
Πιστεύω πως είναι καιρός να μπούνε οι πένες στην άκρη και ν' ανάψουν τα πορτατίφ της ανάγνωσης. Ο συγγραφέας θα μπορέσει έτσι, με το πλήρωμα του χρόνου, να γράψει κάτι αξιόλογο, όταν επιστρέψει στην «αρένα».
Αν μη τι άλλο, θα ωφεληθεί ο βασιλιάς - αναγνώστης. Γι' αυτόν δεν γίνονται όλα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου