«Γιατί
η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς, ούτε είναι για τους λίγους, είναι πάντα για
τον καθένα χωριστά» (Άμλετ, Σαίξπηρ)
|
Σάββατο
μεσημέρι, βόλτα στην Αιόλου με τον Λευτέρη. Πόσο γκρίζο, άχρωμο και άοσμο μοιάζει το κέντρο. Άοσμο; Μάλλον
όχι αφού η μπόχα απ’ τα σκουπίδια ξαφνιάζει δυσάρεστα τη ρινική μου κοιλότητα. Μοιάζει
με την ίδια μπόχα που αποπνέουν οι πολιτικοί της χώρας. Αυτοί οι κύριοι με την
άγρια έκφραση που χρησιμοποιούν τον ξυλοδαρμό για τη σωστή διαπαιδαγώγηση του
πολίτη.
«Μαίρη βλέπεις; δε χαμογελά κανείς». Δεν
απάντησα, έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα να περπατάω αμέριμνη σαν να μην το
άκουσα. Κι’ όμως είχε τόσο δίκιο. Μας τρομάζει όλους και το ζούμε καθημερινά.
Ζούμε στοιβαγμένοι μέσα σε αποστειρωμένα κελιά εξαώροφων πολυκατοικιών ακολουθώντας
τη σύγχρονη τάση του ανθρώπου να απομονώνεται και να διατηρεί κίβδηλες, επιδερμικές
και εικονικές σχέσεις. Κι’ αναρωτιέμαι, πόσο διαφορετικό είναι το κέντρο που
γεννήθηκα και ζω σε σχέση με αυτό της δεκαετίας του 60;
Τότε
θυμήθηκα κάποια κυρία γύρω στα 65, που’ χε μοιραστεί μαζί μου πριν 2 καλοκαίρια
τις σκέψεις της για την παλιά Αθήνα. Η περιγραφή της κυλούσε κάπως έτσι: «Όμορφες και πάνω απ’ όλα ανθρώπινες οι
γειτονιές εκείνο τον καιρό. Μίλαγες με τον γείτονα, καλωσόριζες τον περαστικό.
Θυμάμαι τα καφενεία και τις χαρούμενες παρέες που συναθροίζονταν στις πλατείες.
Γέλια, φωνές, μουσικές, ανεκπλήρωτοι έρωτες. Αυθεντικότητα χωρίς πολλά, πολλά.
Όλοι μας βιώσαμε την φτώχεια αλλά με ανθρωπιά, μοίρασμα και απλότητα…
Σήμερα
τι; Σήμερα δε λες ούτε «καλημέρα» στον διπλανό σου γιατί πολύ απλά δεν ξέρεις
καν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Βρίσκεσαι μπροστά στο «κουτί»
αποβλακωμένος ατέλειωτες ώρες και κάνεις διάλειμμα για να φλερτάρεις μπροστά
στην οθόνη του υπολογιστή. Και την επόμενη μέρα τι; μουτρώνεις επειδή είσαι
άφραγκος και είχες μάθει αλλιώς, μουντζώνεις στα φανάρια τους συνοδηγούς,
βρίζεις τους πολιτικούς ενώ ταυτόχρονα δε χάνεις την ευκαιρία να τους
ενισχύσεις με την ψήφο σου και βράζεις από αγανάκτηση στο Σύνταγμα.
Φοβάσαι
να βγεις από το σπίτι σου και κλείνεσαι ακόμα περισσότερο στον εαυτό σου. Συμπεριφέρεσαι
ρατσιστικά προς τους μετανάστες αλλά ταυτόχρονα
τους εκμεταλλεύεσαι όταν θέλεις να κάνεις τη δουλειά σου παρέχοντας
μεροκάματα της πείνας».
Μάλλον
έφτασε η ώρα του απολογισμού. Ίσως έπρεπε να φτάσουμε στο μηδέν για να αναλάβει
ο καθένας τις ευθύνες του και να αναλογιστεί τα λάθη του. Κι’ αν μέχρι σήμερα
οι έννοιες ελευθερία, δημοκρατία ή ανθρώπινα δικαιώματα έμοιαζαν λίγο πολύ
δεδομένες, όλα κρίνονται από την ατομική μας επανάσταση που μας επανατοποθετεί
στην αφετηρία, στο μηδέν, στην εκκίνηση ή πιο απλά απ’ το ζενίθ στο ναδίρ.
Μαίρη Καλλιβωκά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου