Πάντα της άρεσαν τα παραμύθια. Κι είχε την περίεργη
τάση να τα πιστεύει. Δεν της φάνηκε περίεργο λοιπόν όταν είδε ένα λευκό,
στρουμπουλό κουνέλι να της κλείνει το μάτι. Και το ακολούθησε. Φαίνεται όμως
πως στην πορεία έχασε το δρόμο. Κι αντί για τη Χώρα των Θαυμάτων, βρέθηκε στη
Χώρα του Ποτέ.
Ένα δέντρο έστεκε μοναχό στη μέση του Πουθενά. Τα
κλαδιά του εκτείνονταν προς τον ουρανό αγγίζοντας το άπειρο. Κάθε ένα από αυτά,
ψιθύριζε μια ιστορία στον άνεμο, ένα απόκοσμο νανούρισμα. «Μια φορά κι έναν
καιρό», λοιπόν, όπως ξεκινούν όλα τα παραμύθια, ανέβηκε τις σκάλες ενός κάστρου,
χτύπησε τη βαριά, ξύλινη πόρτα, και βρέθηκε στη Χώρα όπου αρκούσε να κοιτάξει
μέσα από μια κλειδαρότρυπα για να τη ρουφήξει στον κόσμο της.
Για να γίνει
μικροσκοπική και να περιπλανηθεί ανάμεσα στις χαμένες αναμνήσεις της, που
βρίσκονταν τώρα σωριασμένες μπροστά στα πόδια της. Για να ξεφυλλίσει τις
σκισμένες σελίδες του βιβλίου της ζωής της. Περπάτησε στον κήπο με τις αρχαίες
κολώνες, μίλησε με τους αρχαίους θεούς, και τα μαρμάρινα αγάλματά τους κι άφησε
τις παγωμένες φωνές τους να χαϊδέψουν τα αυτιά της. Μπήκε στο μεγάλο, πέτρινο
κάστρο, γιατί ονειρευόταν ιππότες και πριγκίπισσες, όμως συνάντησε δράκους,
φαντάσματα, και κακές μάγισσες που προσπάθησαν να την παρασύρουν στη
στοιχειωμένη καλύβα τους στο δάσος. Κι όταν άνοιξε την πόρτα, βρέθηκε στη Χώρα,
όπου τα λευκά κουνέλια των παραμυθιών, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από παιχνίδια,
κρεμασμένα σε σκοινιά. Τα τραπουλόχαρτα ήταν απλά χαρτιά που δεν είχαν ζωή. Δεν
μπορούσαν να φωνάξουν, χρησίμευαν μόνο για βοηθούν τους παίκτες να
«μπλοφάρουν», να εντείνουν την «αγωνία» και να ποντάρουν στην «ξερή».
Η
βασίλισσα των καρδιών ήταν απλά μια πάνινη κούκλα με ξεριζωμένη την καρδιά που
δεν είχε τη δύναμη να τιμωρήσει τους παραβάτες της. Τα τριαντάφυλλα δεν
μπορούσαν να αλλάξουν χρώμα. Στη Χώρα αυτή όλοι ήταν λογικοί με έναν απίστευτα
τρελό τρόπο και δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Μαγικές γάτες και τρελοί
καπελάδες δεν υπήρχαν για να χορέψουν μαζί της και να οδηγήσουν τα βήματά της,
ούτε σοφές κάμπιες για να της δώσουν τις σωστές απαντήσεις στις λάθος ερωτήσεις
της. Έμαθε λοιπόν ότι δεν μπορεί να γίνει μικροσκοπική για να κρυφτεί από τον
κόσμο και τα προβλήματά της. Ούτε μπορούσε να μεγαλώσει για να υψώσει ανάστημα
και να νικήσει τους δαίμονές της.
Έπρεπε να βασιστεί στο δικό της ύψος, στις
δικές της δυνάμεις. Έπρεπε να πιει τα δικά της δάκρυα κι όχι κάποιο μαγικό
φίλτρο για να ξεφύγει από όσα τη στοιχειώνουν. Έμαθε ότι ο χρόνος δεν μπορεί να
γυρίσει πίσω και δεν πρέπει καμία μέρα να μένει χαμένη. Κι έμαθε ότι ο
καθρέφτης έχει δύο όψεις. Μπορούσε να μείνει φυλακισμένη στον ψυχρό, γυάλινο
κόσμο του για πάντα. Ή μπορούσε να τον σπάσει σε εκατομμύρια κομμάτια, να
σκορπίσει τη γυάλινη χρυσόσκονη στον άνεμο, και να ξαναβρεί τη χαμένη της
ανάσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου