Του Αλέξη Γούδα
Από την προς έκδοση συλλογή '' Καθαρό Νερό '' 25 Διηγήματα
Στο σχολείο όλοι τον κορόιδευαν . Αργότερα στο πανεπιστήμιο το ίδιο .Μα και στις διάφορες βόλτες του μέσα στην πόλη , στα μπαράκια , στα μαγαζιά , στις στάσεις των λεωφορείων το περιγελαστικό βλέμμα τους τον έσφαζε .Στην αρχή αντιδρούσε έντονα , πολλές φορές μάλιστα πιάστηκε στα χέρια με συμμαθητές ακόμα και με περαστικούς . Μετά το συνήθισε όπως συνηθίζει κανείς την δήθεν γεύση φράουλα του ponstan κατόπιν τριήμερου πυρετού . Ήταν να το αποφασίσει . Άλλωστε ήταν επιλογή του και όφειλε να την υποστηρίξει . Με κάθε τίμημα . Αρκετές φορές του πέρασε απ το μυαλό να αλλάξει .Να μπει κ αυτός στο κυρίαρχο ρεύμα του να μη διαφέρεις αλλά και να μην προκαλείς με παράδοξες αισθητικές επιλογές . Μολονότι το παράδοξο παίρνει τις όψεις του φωτός της εποχής του . Τον είχαν ρωτήσει αρκετοί πάντως . Και κάποιοι από καθαρή περιέργεια χωρίς ίχνος αστειότητας . Σαν από πείσμα αρνούνταν να απαντήσει . Σα να θελε να τροφοδοτήσει σενάρια . Η αλήθεια όμως είναι πως , ούτε τον ένοιαζε κάτι τέτοιο , ούτε τον ενδιέφερε να αποτελεί σημείο αναφοράς . Ήταν άλλο το εμπίστευμά του .
Στην Ελλάδα έφτασε μέσω Κρήτης από Αφρική . Να ταν δέκα χρονών τότε . Σε ένα παλιοκάραβο μπήκαν αυτός και οι δυο γονείς του στοιβαγμένοι με εκατοντάδες άλλους. Θύματα των θρησκευτικών και εθνοτικών συγκρούσεων του 2004 στη Νιγηρία .Εκτοπίστηκαν και πήραν το δρόμο της φυγής για Ευρώπη . Η μάνα του ντόπια Νιγηριανή και ο πατέρας του λευκός Γάλλος .
Μιγκ ! Έτσι του χε βγει παρατσούκλι . Μιγάς ! Ψηλό παλικάρι και όμορφο με μικτά χαρακτηριστικά , όπως παντρεύει κανείς ετερόκλητα ηχητικά τοπία στη μουσική και προκύπτουν αριστουργήματα όπως π.χ stone rock με ηπειρώτικο κλαρίνο .
Στο καράβι έμειναν ένα μήνα περίπου . Για καλή τους τύχη ο πατέρας λόγω γνωριμιών είχε φροντίσει να ειδοποιήσει δικό του άνθρωπο να τους περιμένει και να τους βοηθήσει στην Ελλάδα . Αν και οι συνθήκες του ταξιδιού δεν προμήνυαν καλά μαντάτα .
Ήταν Δεκέμβρης , η θάλασσα ταραχώδης , έκανε κρύο , την μέρα συσσίτιο για μισό πιάτο φαί ,στο πλοίο γινόταν καθημερινά καβγάδες και 2-3 έπεσαν και στη θάλασσα . Ο Μιγκ φοβόταν πολύ ,μόνο το βράδυ ησύχαζε λιγάκι . Κάθε οικογένεια ή ανά τέσσερα άτομα έπαιρναν και ένα στρώμα .
Οι γονείς του έβαζαν το στρώμα στον τοίχο και ακουμπούσαν την πλάτη τους καθισμένοι με λυγισμένα γόνατα .Στο μέρος του στρώματος που περίσσευε ξάπλωνε ο Μιγκ .Κουβέρτες δεν υπήρχαν και έτσι ο πατέρας αγκάλιαζε την μητέρα και για να μην κρυώνει ο Μιγκ έτριβαν όλο του το σώμα με τις γυμνές πατούσες τους για να ζεσταθεί . Μέχρι και το πρόσωπο του χάιδευε πολλές φορές η μάνα αλλά και ο πατέρας , ανάλογα προς ποια πλευρά θα ξάπλωνε ο Μιγκ .
Ένας ισχυρός βήχας δέκα ημερών ταλαιπωρούσε τον πατέρα του ώσπου ένα βράδυ λίγες μέρες πριν φτάσουν στην Κρήτη άφησε την τελευταία του πνοή .Ένας γιατρός που βοηθούσε κόσμο στο πλοίο μίλησε για πνευμονικό οίδημα .Το σοκ για τον Μιγκ ήταν μεγάλο μα τα βάσανα δεν τελείωσαν εδώ . Δυο μέρες πριν φτάσουν κάποιος μάλλον λαθρέμπορος αποφάσισε να πάρει όλες τις γυναίκες του πλοίου και να τις μεταβιβάσει σε ένα άλλο . Αγοραπωλησία .Στην Κρήτη αποβιβάστηκαν ξημερώματα και τους αράδιασαν στην προκυμαία σα σαρδέλες . Ένας κύριος καλοντυμένος φώναζε σε άπταιστα γαλλικά τον Μιγκ .
Εκείνο το πρωινό στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος .Ορκωμοσία γαλλικού !
‘’ Παρακαλείται ο Τζέι – Τζέι Νάιντο να έρθει να διαβάσει τον όρκο ‘’ .
Το χειροκρότημα ήταν κάτι παραπάνω από καταιγιστικό . Οι καθηγητές μα και οι φοιτητές ήταν συγκινημένοι . Ο Μιγκ ντυμένος με ένα καλοσιδερωμένο γκρι κοστούμι ανέβαινε στην έδρα . Κάποιοι ψίθυροι σαν κάτι μνήμες – καρφίτσες που μας τρυπάνε μερικές φορές ακούστηκαν στην αίθουσα . Οι περισσότεροι κοιτούσαν τον Μιγκ πάλι στα πόδια , πριν ανέβει στο έδρανο.
‘’ Αφιεγώνω αυτή τη στιγμή στα πόδια της μάνας μου και του πατέγα μου , που κάποτε μου ζέσταιναν το πγόσωπο για να μπογώ να είμαι εδώ απόψε
Ο Μιγκ φορούσε μια άσπρη και μια μαύρη κάλτσα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου