Του
Λευτέρη Χ. Θεοδωρακόπουλου
Το
φανάρι παραλίγο να ανάψει κόκκινο και το πέρασα αστραπιαία με τεταμένη την
προσοχή μου στο δρόμο…μια ακόμη ημέρα στην γκρίζα φυλακή που την αποκαλούν
πρωτεύουσα για να φτάσω στην δουλειά μου. Οι δείκτες του ρολογιού φάνταζαν ορκισμένοι
εχθροί την στιγμή εκείνη αφού με τρόπο χαιρέκακο έδειχναν δέκα λεπτά μπροστά από
την ώρα που έπρεπε να είχα ξεκινήσει την εργασία. Έτρεχα, φρέναρα, προσπερνούσα
σχεδόν με λύσσα αλλά δεν έφτανα…και η αγωνία με είχε κυριεύσει…Δεν είναι
άλλωστε και εποχές για να δίνεις το παραμικρό δικαίωμα και έτσι έπρεπε να πλάσσω
μια πειστική δικαιολογία αφού ήμουν ξανά εγκλωβισμένος από άλλα αμάξια σε έναν
ακόμη ερυθρό σηματοδότη.
Όλα
γύρω μου φάνταζαν γκρίζα και ο μόνος ήχος που άκουγα ήταν η δικιά μου κόρνα
άντε και του (εκάστοτε) οπίσθιου μου οχήματος
συνέβη κάτι πραξικοπηματικό μέσα στο δικό μου αυτοκίνητο.
Ασυναίσθητα
είχα ανοίξει το ραδιόφωνο και ίσως από την νευρικότητα μου δεν είχα προσέξει
πως δεν άκουγα πια ειδήσεις από το συνεχές ζάπινγκ… και παλιές νότες ξεπήδησαν από
το πεντάγραμμο, ξεχύθηκαν από τα μικρά ηχεία του Yaris και φτάνανε σαν λαθρεπιβάτες στα αυτιά
μου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά με
ταξίδεψαν σε σκηνές του παρελθόντος, στιγμές σκονισμένες από την λήθη αλλά
εξόριστες επειδή ήταν πολύ στενόχωρες.
Ωστόσο αφέθηκα
και δραπέτευσα μαζί τους άθελα μου και παρασύρθηκα τόσο που άρχισα να ψελλίζω Κι
αν φωνάξω τ’ όνομά σου, θα κοιτάξεις στα κλεφτά
και θα κάνεις για φαντάσου, πως δε με θυμάσαι πια. Κι αν ρωτήσεις πώς περνάω
θα σου πω δυο ψέματα. ένα πως δε σ’ αγαπάω. κι ένα πως σε ξέχασα…
και θα κάνεις για φαντάσου, πως δε με θυμάσαι πια. Κι αν ρωτήσεις πώς περνάω
θα σου πω δυο ψέματα. ένα πως δε σ’ αγαπάω. κι ένα πως σε ξέχασα…
Ήμουν
σε άλλη διάσταση, σε άλλο χωρόχρονο… όταν στο διπλανό κάθισμα κυριαρχούσε η όψη
σου, το χαμόγελο σου, το άρωμα σου πλημμύριζε το αμάξι… Το τραγούδι με ανάγκασε
να φωνάξω το όνομα σου, αλλά μια κόρνα μου σκέπασε την λέξη…αυτή τη λέξη που
είναι συνώνυμη της πιο μοναδικής έννοιας του έρωτα για εμένα… Ξέρεις κάτι; Το
μικρό ραδιόφωνο μου θύμισε πόσο πολύ απείχα από ότι πιο ονειρικό είχα ποτέ
δίπλα μου.
Με
αυτές τις σκέψεις πάρκαρα έξω από την δουλειά, ανέβηκα δέχθηκα τις παρατηρήσεις
για την αργοπορία μου αλλά δεν τις άκουγα. Ξέρεις γιατί;
Επειδή
τριγύριζαν στο νου μου οι εξόριστοι στίχοι μα κι εσύ…Σε τι όφειλε ο
εξοστρακισμός που είχαμε επιβάλει ο ένας στον άλλον;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου