Σιγανές οι ψιχάλες πέφτουν στο παρμπρίζ την ώρα που είσαι σταματημένος στο φανάρι… Αυτό το κόκκινο σου έχει μαγνητίσει το βλέμμα και η
μόνη αίσθηση που αισθάνεσαι πως λειτουργεί είναι αυτή της ακοής.
Ο ήχος από την βροχή που δυναμώνει και το παλιό
τραγούδι που ακούγεται στο ράδιο σε ταξιδεύει σε άλλα Σάββατα που ζουν
στοιχειωμένα στην μνήμη σου και ξεπετάγονται σαν άλλες ερινύες μπροστά στα
μάτια σου.
Τώρα το αμάξι σου μοιάζει με φυλακή με
καλοσχεδιασμένες λαμαρίνες… που ο χρόνος έχει ξεθωριάσει και το μόνο που
θυμίζει την χαμένη αίγλη του και την λάμψη του είναι το ασημένιο ματάκι που
στέκει σε ρόλο εκκρεμούς κάτω από τον καθρέφτη
Το τσουχτερό κρύο που διαπερνά το αμάξωμα αγκαλιάζει
με ύπουλο τρόπο το δέρμα σου…ασυναίσθητα ανοίγεις το καλοριφέρ για να ζεσταθείς…Ο
ζεστός αέρας που πέφτει με την ορμή που όρισες εσύ γυρνώντας τον διακόπτη στο
πρόσωπο σου, νικάει το κρύο αλλά όχι και την μνήμη σου…τότε που εκείνο το κρύο
βράδυ στην ψυχρή γωνιά της βόρειας Ελλάδας τον είχες γυρίσει ξανά για να
ζεστάνεις αυτό το κορίτσι που είχες δίπλα σου, αυτό το κορίτσι που λίγο πριν
μπείτε στο αυτοκίνητο φιλιόσασταν κάτω από μια παλιά σπασμένη ομπρέλα στην
καταρρακτώδη βροχή, οι σταγόνες τότε πέφτανε λυσσαλέα στα κορμιά σας, αλλά δεν σας
μούσκευαν…σας έσβηναν…είχατε μπει τότε στο αυτοκίνητο ενώ ο ήχος της βροχής
ρουφούσε τα γέλια σας, γέλια χαράς και ευτυχίας…και ενώ είχες γυρίσει το κλειδί
περιμένοντας να ζεσταθεί η μηχανή για να ανοίξεις το καλοριφέρ, το ράδιο έπαιζε
το «Μια αναπνοή» του Ρέμου…Κοιτώντας την στα μάτια εκείνη την στιγμή ένιωθες
τον κάθε στίχο, την κάθε λέξη…Σιωπή απόλυτη…Μόνο ματιές έντονες, το τραγούδι
και ο ήχος της βροχής. Όλα τα άλλα ήταν περιττά, άκυρα, αταίριαστα…δεν χωρούσε
τίποτα άλλο ανάμεσα σας…Και ξάφνου σαν λαθρεπιβάτης από την χαραμάδα που άφηναν
τα χείλη σας εκείνο το δέκατο του δευτερολέπτου πριν ενωθούν, εισήλθε η ζέστη
από το καλοριφέρ…
Το φανάρι πρασίνισε, οι κόρνες από τα πίσω αμάξια
ούρλιαξαν με βαναυσότητα, πάτησες γκάζι και τα άφησες όλα πίσω… Η ζέστη έπεφτε
πάνω σου…δυνάμωσες το τραγούδι λίγο πριν το κύκνειο άσμα του…Η βροχή δυνάμωνε
και με την άκρη του ματιού σου είδες στη στάση ένα ζευγάρι να κάνει ότι έκανες
και εσύ τότε κάτω από μια ίδια σπασμένη ομπρέλα μαύρη…λες και τους την είχες
χαρίσει με την ίδια ευκολία όπως οι αθλητές του στίβου την σκυτάλη…από το
ραδιόφωνο ακούστηκε ξεψυχησμένος ο τελευταίος στίχος «και ύστερα ας πέθαινα»…το
διπλανό κάθισμα ήταν άδειο…και η ζέστη αχρείαστη πολύ τελικά…Ο μόνος μάρτυρας του
τότε αλλά και του τώρα το ματάκι που κρέμονταν από τον καθρέφτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου