«Υπηρέτησα το
αστυνομικό ρεπορτάζ για σαράντα χρόνια και στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία
μού έλαχε να ζω μια ζωή με τους συναδέλφους μου δημοσιογράφους, με τους
αστυνομικούς, με τους πυροσβέστες, αλλά και με τους κάθε λογής εγκληματίες.
Ασκώντας το δημοσιογραφικό λειτούργημα, είχα πάντα ως προτεραιότητα να
ενημερώνω σωστά κι αντικειμενικά τους αναγνώστες, τους ακροατές και τους
τηλεθεατές μου. Δε μου άρεσε ποτέ να καταδικάζω ή να αθωώνω τους εγκληματίες
και τους κάθε λογής παρανόμους – αυτό δεν είναι δουλειά του δημοσιογράφου.
Είναι δουλειά των εισαγγελέων και των δικαστών. Δεν μπέρδεψα ποτέ τον ρόλο μου
με τον ρόλο των άλλων – οι ρόλοι είναι διακριτοί. […] Σχεδόν όλους όσοι
περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο τούς έχω γνωρίσει και προσωπικά. Και όλους
ανεξαιρέτως τους γνώρισα κάνοντας ρεπορτάζ για τα αδικήματα για τα οποία
κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν – και μπορώ να σας πω ότι είναι κι αυτοί άνθρωποι
με συναισθήματα, με ελαττώματα αλλά και προτερήματα, τα οποία πολλοί από αυτούς
τα χρησιμοποιούν για λάθος στόχους, για λάθος σκοπούς. […] Έγραψα επίσης αυτό
το βιβλίο επειδή θέλω να αφήσω μια παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές για την
πορεία της εγκληματικότητας στην Ελλάδα αυτή την τεσσαρακονταετία. Να καταθέσω
τα πραγματικά περιστατικά που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και να σκιαγραφήσω
πρόσωπα και καταστάσεις χωρίς ίχνος υπερβολής και ανακρίβειας, περνώντας
ταυτόχρονα κάποια μηνύματα θετικά για τον συνάνθρωπό μας και, γενικότερα, για
την ελληνική κοινωνία – χωρίς φυσικά να κάνω τον δάσκαλο, τον εισαγγελέα ή τον
ιεροκήρυκα».
Ληστές που
ξοδεύουν τα χρήματά τους στα μπουζούκια και ράβουν τα χείλη τους με βελόνα και
κλωστή, κατά συρροήν δολοφόνοι που σκοτώνουν για ευχαρίστηση, ευγενικοί
διαρρήκτες και ιδεολόγοι της παρανομίας, ανθρωποκυνηγητά, κινηματογραφικές
αποδράσεις με ελικόπτερα, επεισοδιακές συλλήψεις αλλά και μοιραία λάθη των
αστυνομικών – διαβόητοι παράνομοι που η αστυνομία και η Δικαιοσύνη τούς
κατέταξαν στο εγκληματικό πάνθεο, μέσα από τη ματιά του Πάνου Σόμπολου.